Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2007

ΠΛΑΤΩΝ: «ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ» - Ενότητα 2η

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
- Ην γάρ ποτε χρόνος: Η φράση, τυπική αρχή παραμυθιού, αποτελεί μέρος του σκηνικού. Τα καθαυτό μυθολογικά στοιχεία αποτελούν εξωτερική διακόσμηση που περιβάλλει την εξήγηση του Πρωταγόρα για τη δημιουργία του ζωικού βασιλείου και του ανθρώπου.

-... καί τούτοις... : Σύμφωνα με τον Πρωταγόρα, υπήρξε χρόνος κατά τον οποίο γεννήθηκαν και οι θεοί ( και = προσθετικός ). Δεν υποστηρίζει ότι οι θεοί είναι αιώνιοι, απλώς υπήρχαν πριν από τα θνητά γένη.

- γης ενδον: Στις παραδόσεις των Ελλήνων ήταν πλατιά διαδεδομένη η αντίληψη του αυτοχθονισμού, δηλ. η πεποίθηση ότι ορισμένες φυλές ξεφύτρωσαν από τη γη που ύστερα την έκαναν πατρίδα τους. Άλλες μετακινήθηκαν κι έχασαν αυτή την προνομιακή σχέση. Αθηναίοι ρήτορες και συγγραφείς συνδέουν συχνά τις αφηγήσεις τους για την αυτόχθονη γέννησή τους με το αίσθημα της ευγενικής τους καταγωγής. Η αντίληψη αυτή ενισχύει την άποψη του Πρωταγόρα για δημιουργία πλασμάτων κάτω από την επιφάνεια της γης.

- Προμηθει καί Επιμηθει: Τιτάνες, γιοι του Ιαπετού και της Ωκεανίδας Κλυμένης. Ο Προμηθέας ήρωας "ποικιλόβουλος και αιολόμητις (= δόλιος)" κατά τον Ησίοδο. Το όνομά του σημαίνει τον προνοητικό ή "αυτόν που αποκτά φωτιά με προστριβή". Από αγάπη προς τους ανθρώπους έκλεψε τη φωτιά από τον Όλυμπο και τους την πρόσφερε, με αποτέλεσμα αυτοί ν' αναπτύξουν τον τεχνικό πολιτισμό: έτσι αναδείχτηκε ευεργέτης και προστάτης του ανθρώπινου γένους. Η φωτιά και η έντεχνος σοφία βοήθησαν τον άνθρωπο να κυριαρχήσει στη φύση και ν' αναδειχθεί στη συνέχεια κατασκευαστής και δημιουργός, "homo faber". Ο Δίας τον τιμώρησε καρφώνοντάς τον στον Καύκασο τον ελευθέρωσε ο Ηρακλής σκοτώνοντας το γυπαετό που του κατέτρωγε το συκώτι τελικά ο Δίας τον δέχτηκε ξανά στον Όλυμπο. Έργα του Αισχύλου (τριλογία): "Προμηθεύς πυρφόρος", "Προμηθεύς δεσμώτης", "Προμηθεύς λυόμενος".

- Επιμηθεύς: Ο μη προνοητικός, αυτός που σκέφτεται μετά την ενέργεια. Οι θεοί του έδωσαν ως σύζυγο την Πανδώρα, η περιέργεια της οποίας επέσυρε πολλά δεινά στο ανθρώπινο γένος.

- κοσμησαί τε καί νειμαι.: Σχήμα πρωθύστερο. Οι θεοί έδωσαν μόνο την εξωτερική μορφή στον άνθρωπο, το μοίρασμα των ιδιοτήτων του το εμπιστεύθηκαν στους Τιτάνες.

- τήν εντεχνον σοφίαν σύν πυρί: στην κρίσιμη στιγμή για τον άνθρωπο παρεμβαίνει ο Προμηθέας, ο οποίος κλέβει τις τεχνικές γνώσεις του Ηφαίστου και της Αθηνάς μαζί με τη φωτιά και τα δίνει στον άνθρωπο. Παρέχεται έτσι η δυνατότητα στον άνθρωπο να επιβιώσει και να διαφοροποιηθεί από τα άλλα όντα δημιουργώντας τεχνικό πολιτισμό και ανώτερη μορφή ζωής. Η πρώτη μεγάλη πηγή ενέργειας που έμαθε να μεταχειρίζεται ο άνθρωπος, η φωτιά, τοποθετείται στη βάση όλων των τεχνολογικών προόδων που πέτυχε από τότε. Η αδιάσπαστη σύδεση της τεχνολογικής και της πνευματικής δραστηριότητας εκφράζεται στην αρμονική σύμπραξη των δύο θεών που εργάζονται μαζί, δηλαδή του Ηφαίστου και της Αθηνάς. Ο Ήφαιστος αντιπροσωπεύει την πρακτική και η Αθηνά την θεωρητική γνώση. Η Αθηνά ήταν παιδαγωγός του Εριχθονίου, γιου του Ηφαίστου και οι δύο θεοί γιοργάζονταν μαζί στις γιορτές των Απατουρίων και Χαλκείων. Είχαν κοινό ναό στην Αγορά της αρχαίας Αθήνας.



- Διός φυλακαί: Η Βία και το Κράτος. Συναντώνται στον "Προμηθέα Δεσμώτη" (Αισχύλος) και στην "Θεογονία" (Ησίοδος). Είναι όργανα της εξουσίας του Δία. Συμβολίζουν τη δυσκολία απόκτησης της πολιτικής τέχνης, τις επίπονες προσπάθειες του ανθρώπινου γένους για πολιτική οργάνωση.


Β.Δ.

ΠΛΑΤΩΝ. "ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ"

ΠΛΑΤΩΝΑ «ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ»
ΕΝΟΤΗΤΑ 2Η
ΚΕΙΜΕΝΟ - ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Ήταν κάποτε καιρός, που υπήρχαν θεοί δεν υπήρχαν όμως θνητά όντα (ζώα).
῏Ην γάρ πο­τε χρό­νος ὅ­τε θε­οὶ μὲν ἦ­σαν, οὐκ ἦν δὲ θνη­τὰ γέ­νη.

Και όταν ήρθε και γι αυτά ο καθορισμένος χρόνος από τη μοίρα για τη γέννησή τους,
ἐ­πει­δὴ δὲ ἦλ­θεν καὶ τού­τοις εἱ­μαρ­μέ­νος χρό­νος γε­νέ­σε­ως,

τα πλάθουν οι θεοί στο εσωτερικό της γης αφού ανακάτεψαν χώμα και φωτιά,
τυ­ποῦ­σιν αὐ­τὰ θε­οὶ γῆς ἔν­δον μεί­ξα­ντες ἐκ γῆς καὶ πυ­ρὸς

και με εκείνα που μπορούν να ενωθούν με τη φωτιά και το χώμα.
καὶ τῶν ὅ­σα κε­ράν­νυ­ται πυ­ρὶ καὶ γῇ.

Και όταν επρόκειτο να τα φέρουν στο φως, διέταξαν
ἐ­πει­δὴ δ' ἔ­μελ­λον ἄ­γειν αὐ­τὰ πρὸς φῶς, προ­σέ­τα­ξαν

τον Προμηθέα και τον Επιμηθέα να τα στολίσουν και να μοιράσουν δυνάμεις
Προ­μη­θεῖ καὶ ᾿Ε­πι­μη­θεῖ κο­σμῆ­σαί τε καὶ νεῖ­μαι δυ­νά­μεις

στο καθένα όπως ταιριάζει. Ο Επιμηθέας όμως παρακαλεί τον Προμηθέα
ἑ­κά­στοις ὡς πρέ­πει. ᾿Ε­πι­μη­θεὺς δὲ πα­ραι­τεῖ­ται Προ­μη­θέ­α

να κάνει μόνος του τη μοιρασιά (ο Επιμηθέας)˙ και μόλις κάνω εγώ τη μοιρασιά, είπε,
αὐ­τὸς νεῖ­μαι, “Νεί­μα­ντος δέ μου,” ἔ­φη,

κάνε επιθεώρηση ˙ και έτσι αφού τον έπεισε, κάνει τη μοιρασιά.
“ἐ­πί­σκε­ψαι·” καὶ οὕ­τω πεί­σας νέ­μει.

Ενώ μοίραζε λοιπόν, σε άλλα έδινε δύναμη χωρίς ταχύτητα,
νέ­μων δὲ τοῖς μὲν προ­σῆ­πτεν ἰ­σχὺν ἄ­νευ τά­χους,

και τα πιο αδύνατα τα εφοδίαζε με ταχύτητα ˙ και σε άλλα έδινε όπλα,
τοὺς δ' ἀ­σθε­νε­στέ­ρους ἐ­κό­σμει τά­χει · τοὺς δὲ ὥ­πλι­ζε,

και σε άλλα επειδή έδινε οργανισμό χωρίς όπλα, σοφιζόταν κάποια άλλη δύναμη
τοῖς δ' δι­δοὺς φύ­σιν ἄ­ο­πλον ἐ­μη­χα­νᾶ­το ἄλ­λην τι­ν' δύ­να­μιν

για τη σωτηρία τους ˙ όσα δηλαδή από αυτά περιόριζε σε μικρό σώμα
εἰς σω­τη­ρί­αν αὐ­τοῖς. ἃ μὲν γὰρ αὐ­τῶν ἤ­μπι­σχεν σμι­κρό­τη­τι,

τους μοίραζε φτερά για να πετούν ή υπόγεια κατοικία ˙
ἔ­νε­μεν πτη­νὸν φυ­γὴν ἢ κα­τά­γει­ον οἴ­κη­σιν·

και όσα έκανε μεγαλόσωμα με αυτό το ίδιο (χάρισμα) εξασφάλιζε τη σωτηρία τους˙
ἃ δὲ ηὖ­ξε με­γέ­θει, τῷ­δε αὐ­τῷ αὐ­τὰ ἔ­σῳ­ζεν·

και τα άλλα (χαρίσματα) κάνοντάς τα ισοδύναμα με αυτόν τον τρόπο τα μοίραζε˙
καὶ τἆλ­λα ἐ­πα­νι­σῶν οὕ­τως ἔ­νε­μεν.

και επινοούσε αυτά επειδή έπαιρνε τα μέτρα του μήπως κάποιο γένος εξαφανιστεί ˙
ταῦ­τα δὲ ἐ­μη­χα­νᾶ­το εὐ­λά­βει­αν ἔ­χων μή τι γέ­νος ἀϊ­στω­θεί­η·

και αφού εφοδίασε αυτά με όλα τα μέσα για να αποφύγουν την αλλολοεξόντωση,
ἐ­πει­δὴ δὲ ἐ­πήρ­κε­σε αὐ­τοῖς δι­α­φυ­γὰς ἀλ­λη­λο­φθο­ρι­ῶν,

σοφιζόταν ευκολίες για τις μεταβολές του καιρού από το Δία
ἐ­μη­χα­νᾶ­το εὐ­μά­ρει­αν πρὸς τὰς ἐκ Δι­ὸς ὥ­ρας

ντύνοντάς τα και με πυκνά τριχώματα και με γερά δέρματα,
ἀμ­φι­εν­νὺς αὐ­τὰ πυ­κναῖς τε θρι­ξὶν καὶ στε­ρε­οῖς δέρ­μα­σιν,

ικανά για να αντιμετωπίσουν την κακοκαιρία, αλλά κατάλληλα και για τις ζέστες,
ἱ­κα­νοῖς μὲν ἀ­μῦ­ναι χει­μῶ­να, δυ­να­τοῖς δὲ καὶ καύ­μα­τα,

και όταν πηγαίνουν στις φωλιές τους, αυτά τα ίδια να χρησιμεύουν στο καθένα
καὶ ἰ­οῦ­σιν εἰς εὐ­νὰς ὅ­πως τὰ αὐ­τὰ ταῦ­τα ὑ­πάρ­χοι ἑ­κά­στῳ

σαν στρώμα και σκέπασμα και ταιριαστό και δοσμένο από τη φύση,
στρω­μνὴ οἰ­κεί­α τε καὶ αὐ­το­φυ­ὴς ·

και ποδένοντάς τα άλλα με νύχια
καὶ ὑ­πο­δῶν τὰ μὲν ὁ­πλαῖς, τὰ δὲ [θρι­ξὶν καὶ]

και άλλα με στερεά και χωρίς αίμα δέρματα.
στε­ρε­οῖς καὶ ἀ­ναί­μοις δέρ­μα­σιν.

Ακόμη εξασφάλιζε τροφές διαφορετικές στο κάθε γένος,
τοὐ­ντεῦ­θεν ἐ­ξε­πό­ρι­ζεν τρο­φὰς ἄλ­λοις ἄλ­λας,

σε άλλα χορτάρι από τη γη, σε άλλα καρπούς από τα δέντρα και σε άλλα ρίζες.
τοῖς μὲν ἐκ γῆς βο­τά­νην, ἄλ­λοις δὲ δέν­δρων καρ­πούς, τοῖς δὲ ῥί­ζας·

Σε μερικά ωστόσο επέτρεψε να χρησιμεύει ως τροφή η σάρκα άλλων ζώων ˙
ἔ­στι δ' οἷς ἔ­δω­κεν εἶ­ναι τρο­φὴν βο­ράν ζῴ­ων ἄλ­λων ·

και σε αυτά έδωσε την ιδιότητα να γεννούν λίγους απογόνους,
καὶ τοῖς μὲν προ­σῆ­ψε ὀ­λι­γο­γο­νί­αν,

ενώ σε εκείνα που τρώγονταν από αυτά να γεννούν πολλούς,
τοῖς δ' ἀ­να­λι­σκο­μέ­νοις ὑ­πὸ τού­των πο­λυ­γο­νί­αν,

προσπαθώντας έτσι να εξασφαλίσει σωτηρία για το γένος τους.
πο­ρί­ζων σω­τη­ρί­αν τῷ γέ­νει .