Παρασκευή 30 Ιανουαρίου 2009

Οι ασυμβίβαστοι με το κακό

.
«εύγλωττοι κατά τον λόγον, 
ευγλωττότεροι κατά τον βίον, 
ευγλωττότατοι κατά τον θάνατον».


Ἀπολυτίκιον  Ἦχος α'
Τοὺς τρεῖς μεγίστους φωστῆρας 
τῆς τρισηλίου Θεότητος, 
τοὺς τὴν οἰκουμένην ἀκτῖσι 
δογμάτων θείων πυρσεύσαντας∙ 
τοὺς μελιρρύτους ποταμοὺς τῆς σοφίας, 
τούς τὴν κτίσιν πᾶσαν 
θεογνωσίας νάμασι καταρδεύσαντας∙ 
Βασίλειον τὸν μέγαν, 
καὶ τὸν Θεολόγον Γρηγόριον, 
σὺν τῷ κλεινῷ Ἰωάννῃ, 
τῷ τὴν γλώτταν χρυσορρήμονι∙ 
πάντες οἱ τῶν λόγων αὐτῶν ἐρασταί, 
συνελθόντες ὕμνοις τιμήσωμεν∙ 
αὐτοὶ γὰρ τῇ Τριάδι, 
ὑπὲρ ὑμῶν ἀεὶ πρεσβεύουσιν.

Τα τρία υπέρλαμπρα αστέρια 
της Τρισήλιας Θεότητας,
που με τις πάμφωτες ακτίνες των δογμάτων 
την οικουμένη φώτισαν,
τους  ποταμούς από το μέλι της σοφίας,
που με τα νάματα της γνώσης του Θεού 
τη γη μας πότισαν,
τον Βασίλειο τον Μέγα
και τον Γρηγόριο το Θεολόγο
μαζί με τον ένδοξο Ιωάννη,
που χρυσάφι από το στόμα του βγαίνει,
όλοι μαζί, όσοι αγαπάμε τα λόγια τους,
με ύμνους ας τιμήσουμε.
Για χάρη μας και οι Τρεις πάντοτε
την Τριάδα  παρακαλούν.

Τρίτη 27 Ιανουαρίου 2009

Ο ιερός Χρυσόστομος και η πολιτική εξουσία

Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, υπήρξε ο πλέον σκληρός επικριτής των ακροτήτων της πολιτικής εξουσίας και των φορέων αυτής που διαβιούσαν contra στα διδάγματα της Εκκλησίας και σε βάρος του πενόμενου λαού.
Ο έλεγχός του προς τους παρεκτρεπομένους πολιτικούς γινόταν χωρίς οργή και αλαζονεία, αλλά με αγάπη και ειλικρινές πατρικό ενδιαφέρον για την πνευματική κάθαρση του δημόσιου βίου, ο οποίος όταν ήταν φαύλος είχε τις αρνητικές του επιπτώσεις και στο λαό, που ήταν ταυτόχρονα και το πλήρωμα της ορθοδόξου εκκλησίας. Ο Χρυσόστομος ουδέποτε χαρίστηκε στους άρχοντες του κόσμου τούτου και γι’ αυτό τον λόγο δεν τους ήταν αρεστός, θα λέγαμε ότι πολλοί εκ των πολιτικών ηγητόρων της εποχής του, τον μισούσαν θανάσιμα επειδή δεν ανέχονταν τον οξύτατο δημόσιο έλεγχο που ασκούσε στα πρόσωπά τους για την φαυλοκρατία και την ανεντιμότητά τους. Ουδέποτε ο ιερός πατέρας δίστασε να επιδείξει την αυστηρότητά του ακόμη και για τον φαύλο και διεφθαρμένο προσωπικό βίο των αρχόντων, των πλουσίων και των ισχυρών της εποχής του, χωρίς να δέχεται κανένα συμβιβασμό ή να υπηρετεί ως άβουλο όργανο κάποια μικροπολιτική σκοπιμότητα. Με παρρησία και θάρρος αλλά και λεπτότητα αντιμετώπιζε και τους πολιτικούς άνδρες της ανώτατης κρατικής βαθμίδος, της εξουσίας γενικότερα, ακόμη και το ίδιο το παλάτι. Έτσι, δεν άργησε να συγκρουστεί ευθέως και χωρίς μισόλογα και με την ίδια την έξαλλη στην προσωπική ζωή και στις εξεζητημένες δημόσιες απαιτήσεις και παραξενιές της αυτοκράτειρα, την Ευδοξία, της οποίας το όνομα ήταν συνώνυμο των αδικιών, της φιλοχρηματίας και της σπατάλης που έκανε, ενώ πεινούσε ο λαός. Στηλίτευσε την μεγάλη και προκλητική πολυτέλεια, τις ασυλλόγιστες δαπάνες και τις αισχρές και ανήθικες διασκεδάσεις της ανακτορικής αυλής, αλλά και τον ευρύτερου χώρου της ανωτέρας κοινωνίας, όπου έβλεπε την επιδειξιμανία «…την κονίασιν των παρειών και τα ημαγμένα χείλη (βαμμένα), τας μυρολοιφάς (αρώματα), το χρυσοφορείν και μαργαριτοφορείν, την περίεργον αμφίεσιν και υπόδεσιν…» και όλες εκείνες τις γελοίες ποικίλες επινοήσεις της ανθρώπινης ματαιοδοξίας, κενοδοξίας και πλεονεξίας.
Την ίδια παρρησία και τόλμη επέδειξε και για τον πανίσχυρο αυλικό, τον πρωθυπουργό της εποχής του, τον γνωστό Ευτρόπιο, στον οποίο έκανε αυστηρές παρατηρήσεις για την φαυλότητα και την απληστία του, να πωλεί δημόσιες θέσεις και κρατικά αξιώματα στους ημετέρους και φιλικά προσκείμενους προς αυτόν, να δημεύει παράνομα περιουσίες και επιπλέον να θέλει την κατάργηση του δικαιώματος του ασύλου των ιερών ναών. Και όμως, όταν ο Ευτρόπιος εξέπεσε του αξιώματός του και εζήτησε ταπεινωμένος άσυλο στην Εκκλησία, ο ιερός Χρυσόστομος τον προστάτευσε με σθένος και τότε εξεφώνησε τους περίφημους λόγους του «Εις Ευτρόπιον», που έχουν καταγραφεί ως μοναδικής ρητορικής δεινότητας κείμενα της παγκοσμίου φιλολογίας.
 
Ο λαός επεδοκίμαζε τις ενέργειες αυτές του Χρυσοστόμου, του ποιμενάρχου του, τον οποίο κυριολεκτικώς ελάτρευε. Και τούτο, διότι έβλεπε ότι τα μέτρα που είχε λάβει είχαν ως αποτέλεσμα να αρχίσει σιγά – σιγά να επιβάλλεται μια πειθαρχία στην αχαλίνωτη κατάσταση που επικρατούσε κατά τα προηγούμενα έτη σε πολλούς κοινωνικούς τομείς και να περιορίζονται οι κοινωνικές αδικίες που διεπράττοντο προηγουμένως.
Όμως, όπως είναι γνωστό, όπου υπάρχει δράση, υπάρχει και αντίδραση. Έτσι, ο ασυμβίβαστος και ανυποχώρητος χαρακτήρας του Χρυσοστόμου ενώπιον των οργανωμένων συμφερόντων, αλλά και το γεγονός ότι δεν θέλησε και δεν επεδίωξε ποτέ την φιλία ή την εύνοια κανενός κοσμικού άρχοντος, όλα αυτά, είχαν ως αποτέλεσμα να προκληθεί εντονότατη και ισχυρή αντίδραση των θιγομένων ομάδων και συμφερόντων από τους λόγους και τα έργα του Χρυσοστόμου. Τότε οι αντίπαλοι του Χρυσοστόμου, όπως ήταν ο λιθομανής και χρυσολάτρης Θεόφιλος Αλεξανδρείας, η ματαιοδόξη αυτοκράτειρα Ευδοξία, ο πρωθυπουργός Ευτρόπιος, πολλές από τις ματαιόδοξες κυρίες της ανακτορικής αυλής, αλλά και πολλοί από τους επισκόπους που είχε καθαιρέσει ως αναξίους του εκκλησιαστικού τους αξιώματος, έθεσαν ως ανίερο στόχο να τον αφανίσουν. Έτσι όλη αυτή η παρασυναγωγή και φατρία, στο πρόσωπο κάποιων ψευδοεπισκόπων με επικεφαλής τον Αλεξανδρείας Θεόφιλο, συγκάλεσαν αντικανονικά στην πόλη Δρύ, το έτος 403 μ.Χ. μια ψευδοσύνοδο, η οποία ονομάστηκε «ληστρική σύνοδος» και κατεδίκασαν άνευ λόγου και ερήμην τον Ιερό Χρυσόστομο.
 
Ο αγανακτισμένος από την άδικη αυτή απόφαση λαός, χιλιάδες λαού, έφθασαν σε σημείο να καταλάβουν τα ανάκτορα και απειλούσαν να κατακρεουργήσουν τους πάντες για την εξορία του φιλάσθενου ποιμενάρχου τους. Τότε η ηθική και φυσική αυτουργός, η αυτοκράτειρα Ευδοξία εζήτησε από τον σύζυγό της Αρκάδιο να επαναφέρει τον Χρυσόστομο στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Όταν ο Χρυσόστομος εισήρχετο στην βασιλεύουσα ο λαός παραληρούσε από χαρά και εκείνος ένδακρυς βροντοφώναξε: «Τι ποίησω, ίνα υμίν αξίως αποδώσω της αγάπης την αμοιβήν; Αγαπώ ετοίμως το αίμα μου εκχεείν υπέρ τη υμετέρας σωτηρίας, λαέ μου…».
Το δίκαιο επεκράτησε, αλλά δυστυχώς όχι για πολύ. Αφορμή για τη νέα και τελευταία δοκιμασία του ιερού πατρός εδόθη όταν ο ίδιος δημόσια εστηλίτευσε τους προκλητικούς θορύβους και τις άμετρες μέχρι σημείου ειδωλολατρείας προκλητικές εκδηλώσεις που είχαν οργανωθεί για να τιμηθεί η ματαιόδοξη Ευδοξία, της οποίας ο αργυρός Ανδριάντας στήθηκε πλησίον του ναού της Αγίας Σοφίας (ο δεύτερος ναός επί του οποίου ανηγέρθη ο σημερινός) και στο κέντρο της δημοσίας αγοράς. Ο ιστορικός Σωκράτης αναφέρει ότι τόσο σκληρός υπήρξε ο δημόσιος λόγος του μεγαλυτέρου εκκλησιαστικού ρήτορος όλων των αιώνων, ώστε και οι κίονες του ναού εφαίνοντο ότι θα λυγίσουν από το δριμύ κατηγορώ, που άρχιζε ως εξής: «Πάλιν Ηρωδιάς μαίνεται, πάλιν ταράσσεται, πάλιν ορχείται, πάλιν την κεφαλήν Ιωάννου ζητεί λαβείν επί πίνακι…». Όλα αυτά ως σεισμός τάραξαν τα ανάκτορα και ο ιερός Χρυσόστομος οδηγείται και πάλι στην εξορία, κατά το έτος 404 μ.Χ. Η εξασθενημένη όμως υγεία του, μετά από τρία έτη σκληρής εξορίας, δεν άντεξε και το 407 μ.Χ. ο άτλας αυτός της ορθοδόξου Εκκλησίας παρέδωσε το πνεύμα του, λέγοντας μέχρι και την τελευταία στιγμή την φράση: «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν».
 
15.11.2007
ΙΩΑΝΝΗΣ ΕΛ. ΣΙΔΗΡΑΣ

Σήμερα, η διαφθορά κυριαρχεί, οι  Χρυσόστομοι όμως μας τελείωσαν.

Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2009

Η Ευδαιμονία στον Αριστοτέλη

«Το ανθρώπινο αγαθό πρέπει να έχει δύο χαρακτηριστικά. Πρέπει να είναι τελικό (τέλειον), κάτι που επιλέγεται πάντοτε προς χάρη του εαυτού του και ποτέ ως μέσο για την επιδίωξη άλλου σκοπού. Επίσης πρέπει να είναι αὔταρκες, κάτι που από μόνο του καθιστά τη ζωή άξια επιλογής.

Και τα δύο αυτά γνωρίσματα χαρακτηρίζουν την ευδαιμονία. Απομένει όμως να ρωτήσουμε τι είναι η ευδαιμονία. 
Ο Αριστοτέλης για να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα εισάγει την πλατωνική έννοια του έργου ή της λειτουργίας. 
Ουσιαστικά θέτει το ερώτημα, ποιο είδος ζωής παρέχει στον άνθρωπο τη μεγαλύτερη ικανοποίηση, αλλά, για να βρει την απάντηση, θεωρεί αναγκαίο να ρωτήσει ποια είναι η χαρακτηριστική λειτουργία του ανθρώπου. 
Το ερώτημα αυτό το δανείζεται από τις τέχνες, αλλά εκεί η απάντηση είναι απλή. Δεν είναι δύσκολο να διαπιστωθεί ότι η λειτουργία ενός αυλητού είναι να παίζει τον αυλό ή ότι η λειτουργία ενός πέλεκυ είναι να κόβει. 
Ακόμη και στα μέρη ενός ζωντανού σώματος -το μάτι ή το χέρι- εύκολα διακρίνεται ο προορισμός τους. Αντίθετα, δεν είναι εύκολο να λεχθεί ποιο είναι το έργο του ανθρώπου. 
Για να απαντήσει στο ερώτημα ο Αριστοτέλης εξετάζει ποιο έργο μπορεί να επιτελέσει μόνον ο άνθρωπος. 
Η αύξηση και η αναπαραγωγή είναι κοινή σε ανθρώπους, ζώα και φυτά, η αίσθηση είναι κοινή σε ανθρώπους και ζώα· επομένως, καμιά από αυτές τις λειτουργίες δεν μπορεί να χαρακτηρίζει ειδικά τον άνθρωπο. 
Αλλά, όπως διδαχθήκαμε στο Περί ψυχής σχετικά με τον άνθρωπο, σε αυτές τις λειτουργίες προστίθεται μια ανώτερη λειτουργία, που ο Αριστοτέλης την ονομάζει εδώ το λόγον ἔχον, "αυτό που έχει ορισμένο σχέδιο ή κανόνα". 
Σε αυτή τη δύναμη περιλαμβάνονται δύο υπολειτουργίες, 
μία που κατανοεί το σχέδιο και μία που το υπακούει. 
Η ζωή αυτής της λειτουργίας πρέπει να είναι η ευδαιμονία. 
Δεύτερον, η λειτουργία πρέπει να είναι ενέργεια και απλώς δύναμη. 
Τρίτον, πρέπει να είναι σύμφωνη με την αρετή ή, αν υπάρχουν περισσότερες αρετές, με την καλύτερη και τελειότερη από αυτές. Τέταρτον, πρέπει να εκδηλώνεται όχι μόνο για σύντομες χρονικές περιόδους, αλλά για ολόκληρη τη ζωή.»
[W.D. Ross, Αριστοτέλης, Μ.Ι.Ε.Τ.: Αθήνα 21993, σ.271-272]
🔅🔅🔅
Ο Αριστοτέλης περί ευδαιμονίας, αρετής, προαίρεσης (=ελεύθερης επιλογής) και ευθύνης (με αναφορά στα Ηθικά Νικομάχεια, αποσπάσματα του σχολικού βιβλίου: Φιλοσοφικός Λόγος)
Μνημόνιο για ένα σεμινάριο φιλολόγων, το οποίο οργάνωσαν οι Σύμβουλοι Φιλολόγων Μπέλλα Ζωή και Δαμάσκος Παναγιώτης (Αμπελόκηποι, 25-1-2005).
Προοίμιο:
Ότι η ευδαιμονία αποτελεί επιδίωξη του ανθρώπου σύμφωνα με σχεδόν όλο τον αρχαιοελληνικό στοχασμό είναι πολύ γνωστό. Ενδεικτικά σημειώνουμε την άποψη ενός από τους Προσωκρατικούς, του Δημόκριτου

«Ευδαιμονίη ψυχής έργον… ουκ εν βοσκήμασιν οικεί ουδέ εν χρυσώ· ψυχή οικητήριον δαίμονος»[1] 
(=Η ευδαιμονία είναι έργο, απόκτημα της ψυχής του ανθρώπου….η ευδαιμονία δεν κατοικεί στα κοπάδια ζώων, δεν αγοράζεται με χρυσάφι. Η ψυχή είναι η κατοικία της ευδαιμονίας). 
Και είναι προφανές ότι η επιδίωξη ευδαιμονίας και η επιλογή δρόμου αναζήτησης αποτελεί κύριο κεφάλαιο της Φιλοσοφίας Ζωής των ανθρώπων και συνοδεύεται από:
Αντιλήψεις για τη ζωή και την κοινωνία του Ανθρώπου.Επιλογή τρόπου ζωής και συμπεριφοράς προς το συνάνθρωπο.Αποδοχή σκοπών ζωής και κανόνων δράσης, ώστε να επιτυγχάνεται και ευδαιμονία.
1. Όσο γνωρίζουμε ο Αριστοτέλης πρώτος προσπάθησε συστηματικά να αναλύσει το πώς ορίζεται η ευδαιμονία και πώς επιδιώκεται με την ανθρώπινη δραστηριότητα (ήθος, ηθική)[2]
Στην προσπάθεια αυτή αφιέρωσε τρία συγγράμματα:
Ηθικά Νικομάχεια, Ηθικά Ευδήμεια, Μεγάλα Ηθικά[3].

Σύνδεση της ευδαιμονίας με όλες τις πνευματικές δραστηριότητες του ανθρώπου (γνωσιακή, ηθική, απορία μεταφυσική, θαυμασμό για ό,τι ωραίο) διακρίνουμε πρώτη φορά στο πολυσχιδές έργο του Δημόκριτου[4]

Αλλά ο Αριστοτέλης επιχείρησε συστηματικά να συνδέσει την ευδαιμονία του ανθρώπου με την ηθική αντίληψη και δράση του γράφοντας τα τρία έργα που προσημειώσαμε. 
Και διατύπωσε σχετικό ορισμό στο τέλος του πρώτου βιβλίου των Ηθικών Νικομαχείων γράφοντας:
«Η ευδαιμονία εστί ψυχής ενέργειά τις κατ’ αρετήν τελείαν»[5] 

(=«Η ευδαιμονία είναι μια ευχάριστη ψυχική κατάσταση που προκύπτει από τη δραστηριότητα της ψυχής, εφόσον αυτή η δραστηριότητα είναι σύμφωνη με την τέλεια αρετή».
άρα «περί αρετής επισκεπτέον» (=άρα, σκόπιμο είναι ή αναγκαίο να επισκοπήσουμε, να ερευνήσουμε τη σημαίνει αρετή). 

Και συνεχίζει με ανάλυση της έννοιας αυτής,

2. Από το σημείο αυτό νομίζω ότι η διδακτική πράξη και η αντίστοιχη μαθησιακή διαδικασία μπορεί να είναι πιο αποδοτική, αν ακολουθήσουμε τη λογική πορεία των αριστοτελικών ορισμών. Συγκεκριμένα, ο ίδιος ο Αριστοτέλης, θαυμαστής του Σωκράτη για τη συνήθειά του να οδηγεί τους συνομιλητές του στον ορισμό των εννοιών έγραψε σε άλλο σημείο:

«Έστιν άρα η αρετή έξις προαιρετική, εν μεσότητι ούσα τη προς ημάς, ωρισμένη λόγω» 

(10η ενότητα στο σχολικό βιβλίο )[6] = «Είναι λοιπόν η αρετή η παγιωμένη διάθεση ή ο σταθερός προσανατολισμός του νου, που αποφασίζει ελεύθερα τις επιλογές των πράξεων και των αισθημάτων μας‧ ουσιαστικά συνίσταται στην αναζήτηση του μέσου δρόμου δράσης σε σχέση με μας, όπως δηλαδή μπορεί να αποφασίσει ο συνετός άνθρωπος. 
Αυτόματα ή αυθόρμητα ο προσεκτικός αναγνώστης (ο δάσκαλος και το ακροατήριό του) αναζητεί τους ορισμούς των κρίκων που συνθέτουν αυτόν τον προσεγμένο ή βασικό ορισμό (έξις, προαιρετική, μεσότης, προς ημάς, λόγω ωρισμένη «υπό φρονίμου»).

«Η ηθική (του ανθρώπου) εξ έθους περιγίγνεται , όθεν και το όνομα… (ετυμολογική συγγένεια)…= Η ηθική αντίληψη του ανθρώπου διαμορφώνεται με τη συνήθεια, από όπου παράγεται και η λέξη (ηθική από τη συν-ήθεια, το ήθος). Ουδεμία των ηθικών αρετών φύσει ημίν εγγίγνεται (αλλά εξ έθους περιγίγνεται) = καμιά ηθική αρετή δεν την έχουμε έμφυτη, δοσμένη από τη φύση, αλλά διαμορφώνεται στον άνθρωπο με τη συνήθεια, με την επανάληψη τέτοιας συμπεριφοράς.. 

[Από τα Ηθικά Νικομάχεια: Β.1.1-3 ή1103 α 16-20] (Ενότητα 1η του σχολικού βιβλίου). 

«Οι νομοθέται τους πολίτας εθίζοντες ποιούσιν αγαθούς» = Οι νομοθέτες προσπαθούν να κάνουν τους πολίτες αγαθούς (ενάρετους) με τη συνήθεια, τον εθισμό. 

(Ηθ. Νικ. Β.1.5-7 ή 1103 b 3-4) (ενότητα 3η).
«Η του ανθρώπου αρετή είη αν η έξις αφ’ ης αγαθός άνθρωπος γίγνεται» = Αρετή του ανθρώπου μπορεί να είναι η επαναλαμβανόμενη καλή συνήθεια με την οποία ο άνθρωπος γίνεται αγαθός, ενάρετος. 

(Ηθ. Νικ. Β.6.3 ή 1107 a 23-24) (ενότητα 6η). 

«Σημείον δει ποιείσθαι των έξεων την επιγιγνομένην ηδονήν ή λύπην τοις έργοις….» = Κριτήριο των επαναλαμβανομένων συνηθειών (των έξεων) πρέπει να θεωρούμε τη χαρά ή τη λύπη που προκύπτει από τις πράξεις μας. 

(Ηθ. Νικ. Β.3.1-2 ή 1104 a 4-5) (ενότητα 5η). 

«Εκ των ομοίων ενεργειών αι έξεις γίγνονται» = Οι έξεις, παγιωμένες συνήθειες (ακαταμάχητες) διαμορφώνονται με την επανάληψη όμοιων ενεργειών (συμπεριφορών). 

(Ηθ. Νικ. Β.1.7-8 ή 1103 b 21-22) (ενότητα 4η). 

«Η αρετή πάσης τέχνης ακριβεστέρα και αμείνων…..του μέσου αν είη στοχαστική. Λέγω δε την ηθικήν (αρετήν), αύτη γαρ περί πάθη και πράξεις» = Η αρετή είναι πιο ακριβής και πιο καλοπροαίρετη από κάθε τέχνη….(γι’ αυτό) μπορεί να είναι και στοχαστική του μέσου. Και εννοώ την ηθική (αρετή που αναφέρεται στις σχέσεις μας με τους συνανθρώπους), γιατί αυτή ανάγεται στα πάθη των ανθρώπων και στα αντίστοιχες πράξεις τους (που ωφελούν ή βλάπτουν τους συνανθρώπους). 

(Ηθ. Νικ. Β.6.9-10 ή 1106 b 14-16) (ενότητα 8η). 

«Η αρετή περί πάθη και πράξεις εστί… το μέσον επαινείται και κατορθούται· ταύτα δε άμφω της αρετής. Μεσότης, άρα, η αρετή στοχαστική ούσα του μέσου» = Η αρετή (λοιπόν) αναφέρεται τα πάθη των ανθρώπων και στις πράξεις τους….όπου ο μέσος δρόμος επαινείται και κρίνεται επιτυχία, κατόρθωμα. Αυτά είναι τα δυο γνωρίσματα της αρετής. Άρα η αρετή είναι κάποια μέση πορεία και γι’ αυτό στοχάζεται σταθερά πού βρίσκεται ο μέσος ή μεσαίος δρόμος. 

(Ηθ. Νικ. Β.6.12-13 ή 1106 a 24-28) (ενότητα 9η). 

Το μέσον προς ημάς, ο μήτε πλεονάζει μητε ελλείπει, τούτο δε ουχ εν ουδέ ταυτόν πάσιν… πας δε επιστήμων την υπερβολήν και την έλλειψιν φεύγει , το δε μέσον ζητεί και τούθ’ αιρείται». = Το μέσο (η μέση οδός) νοείται σε σχέση με μας που το επιλέγουμε κα νοείται ως κατάσταση όπου δεν πλεονάζει κάτι ούτε υπολείπεται. Αυτό το μέσον δεν είναι ούτε ένα ούτε το ίδιο για όλους…. και κάθε συνετός αποφεύγει την υπερβολή και την έλλειψη, αναζητεί το μέσο δρόμο και αυτόν επιλέγει. 

(Ηθ. Νικ. Β.6.4-8 ή 1106 a 31-33) (ενότητα 7η). 

Έστιν, άρα, η αρετή έξις προαιρετική εν μεσότητι ουσα τη προς ημάς, ωρισμένη λόγω και ω αν ο φρόνιμος ορίσειεν… Ειδώς προαιρούμενος, βεβαίως και αμετακινήτως»= «Είναι λοιπόν η αρετή η παγιωμένη διάθεση ή ο σταθερός προσανατολισμός του νου, που αποφασίζει ελεύθερα τις επιλογές των πράξεων και των αισθημάτων μας‧ ουσιαστικά συνίσταται στην αναζήτηση του μέσου δρόμου δράσης σε σχέση με μας, όπως δηλαδή μπορεί να αποφασίσει ο συνετός άνθρωπος…..

Ο φρόνιμος συνειδητά επιλέγει τη μέση οδό και σ’ αυτήν πορεύεται με σταθερότητα και δίχως παρεκκλίσεις.». 
(Ηθ. Νικ. Β.6.14-16 ή 1106 a 1-2) (ενότητα 10η). 

Αλλά, για να γίνει η αρετή (από προαίρεση πράξη), είναι ανάγκη ο άνθρωπος να μάθει κάποιο τρόπο πράξης. Ο Αριστοτέλης προσθέτει σχετικά: «Α δει μαθόντας ποιείν ταύτα ποιούντες μανθάνομεν» = Αυτά λοιπόν που οφείλουμε να πράττουμε αφού τα μάθουμε, αυτά τα μαθαίνουμε πράττοντες (με διαρκή άσκηση σ’ αυτά). 

(Ηθ. Νικ. Β.1.4 ή 1103 a 33-34) (ενότητα 2η). 

Και επειδή η μάθηση είναι θέμα παιδείας, θυμάται ο Αριστοτέλης ένα σχετικό ορισμό από τη μαθητεία του στον Πλάτωνα ή από τη μελέτη κάποιου πλατωνικού διαλόγου. 

Γράφει λοιπόν (στην 5η ενότητα): «Περί ηδονάς και λύπας εστίν η ηθική αρετή…. Διό δει ήχθαι πως εκ νέων , ως ο Πλάτων φησίν, ώστε χαίρειν τε και λυπείσθαι οις δει· η γαρ ορθή παιδεία αύτη εστίν». = Η ηθική αρετή των ανθρώπων αναφέρεται στις χαρές και στις πίκρες που νιώθουν από τη δράση τους…. Γι’ αυτό είναι ανάγκη να έχει κανείς οδηγηθεί σε άσκηση αρετής από τα νιάτα του, όπως έχει γράψει ο Πλάτων, ώστε να χαίρεται ή να λυπάται με δραστηριότητα που προκαλεί χαρά ή λύπη. Και αυτό είναι το νόημα της ορθής παιδείας. 
(Ηθ. Νικ. Β.3.1-2 ή 1104 a 5) (ενότητα 5η). 

3. Απογραφή των περί αρετής επισημάνσεων (στις 10 ενότητες) και καταγραφή εκκρεμοτήτων.
Από όσα καταγράψαμε νομίζω ότι έχουμε ένα κύκλο ορισμών αλυσιδωτά διευκρινιστικών, αλλά παραμένουν κάποιες εκκρεμότητες: τι σημαίνουν οι όροι:
Αγαθός, λόγος, φρόνιμος, (και φρόνησις), τι εστί προαίρεσις και ποιος ο πλατωνικός ορισμός παιδείας (τον οποίον ο Αριστοτέλης υπαινίσσεται στην 5η ενότητα).

Με την ίδια σειρά:
Στα Πολιτικά ο Αριστοτέλης αρχίζει το κεφάλαιο περί Παιδείας με την παρατήρηση: «δια τριών γίγνονται οι άνθρωποι αγαθοί και σπουδαίοι· έστι δε ταύτα τα τρία: φύσις έθος, λόγος[7]» = Τρεις παράγοντες συμβάλλουν στο να γίνονται οι άνθρωποι αγαθοί και σπουδαίοι. Και είναι αυτοί οι παράγοντες: η φυσική προδιάθεση, οι εθισμοί, η λογική ικανότητα του ανθρώπου.... 

Αναλύοντας στη συνέχεια τους σκοπούς χαρακτηρίζει κυριότατον την καλλιέργεια του λόγου, με τούτο το σκεπτικό: «δια τον λόγον οι άνθρωποι δύνανται πράττειν και εναντία τοις εθισμοίς και τη φύσει, εάν πεισθώσιν άλλως έχειν βέλτιον»[8] = γιατί με τη λογική ικανότητά τους οι άνθρωποι κατορθώνουν να πράττουν έργα αντίθετα προς τους εθισμούς και τις φυσικές ορμές τους, αν πειστούν ότι κάποια άλλη πορεία είναι πιο σωστή.

Στο Γ΄βιβλίο των Ηθικών Νικομαχείων (§1144 b 26-27) διευκρινίζει: 

«έστι γαρ (αρετή) ου μόνον η κατά τον ορθόν λόγον (έξις) αλλ’ η μετά του ορθού λόγου έξις αρετή (εστί)». «Ορθός δε λόγος περί των τοιούτων η φρόνησις» = Αρετή δεν είναι απλά η έξη (σταθερή συνήθεια) που διαμορφώθηκε με τον ορθό λόγο, αλλά είναι αρετή η σταθερή έξη που συμπορεύεται μόνιμα με τον ορθό λόγο. Και ορθός λόγος για τέτοια θέματα (ηθικής τάξης ) είναι η φρόνηση.

Για την έννοια της φρόνησεως έχουμε μια ωραία ανάλυση από το Δημόκριτο (ο οποίος έζησε στα Άβδηρα, ως το 370 π.Χ.). Γνωρίζουμε ότι έγραψε: 

«Τριτογένεια η Αθηνά…. φρόνησις νομίζεται. Γίγνεται δε εκ του φρονείν τρία ταύτα: βουλεύεσθαι καλώς (ευ λογίζεσθαι), λέγειν αναμαρτήτως (ευ λέγειν) και πράττειν α δει»[9] = Τριτογένεια λέγεται η Αθηνά…..και θεωρείται ενσάρκωση της φρόνησης. Η δε φρόνηση εκφράζεται με τρεις (συμπληρωματικές) δυνατότητες:
Να σκεπτόμαστε σωστά
Να διατυπώνουμε τη σκέψη μας άψογα
Να πράττουμε αυτά που κρίνονται από τους άλλους σωστά, άρα ευεργετικά.


4. Επίλογος μετάβασης σε άλλο επίπεδο λογισμών:
Υπολείπεται κάποια διευκρίνιση (ορισμός) για την έννοια της προαίρεσης: 

Τι σχέση έχει με τη βούληση, ελεύθερη επιλογή;
Ποια τα όρια λειτουργίας της ή εμβέλειάς της,
Ποια η σχέση της με το λογικό του ανθρώπου.

Αντιγράφουμε λοιπόν από το Γ΄ βιβλίο των Ηθικών Νικομαχείων (Γ 2.9.ή 1111b 26-29 και Γ.2.17 ή 1112 b 16-17)

«Η βούλησις (ημών) του τέλους εστί μάλλον, η δε προαίρεσις των προς το τέλος ….όλως δε έοικεν η προαίρεσις περί τα εφ’ ημίν είναι». = Η βούλησή μας (ή η επιθυμία μας) εκφράζει μάλλον έναν τελικό σκοπό, ενώ η προαίρεσή μας επιλέγει τα μέσα που θεωρούμε χρήσιμα για την επίτευξη του σκοπού… και μάλλον η προαίρεσή μας βασίζεται σε ό,τι μπορούμε εμείς να πραγματοποιήσουμε, ό,τι κρίνουμε ότι είναι μέσα στα όριά μας..


Και λίγους στίχους παρακάτω (Γ.2.17 ή 1112 a 16-17) διαβάζουμε:… «η προαίρεσις μετά λόγου και διανοίας, υποσημαίνειν δε έοικεν και το όνομα ως ον προ ετέρων αιρετόν» = Η προαίρεσή μας συνοδεύεται από λογική και περίσκεψη, όπως φαίνεται να υποδηλώνει και ο όρος που χρησιμοποιούμε: αιρετό ονομάζουμε κάτι που το προτιμάμε συγκρίνοντας το με κάτι άλλο, άρα ύστερα από ενέργεια λογική και σκέψη.

Ήδη όμως έχει αγγίξει το κυριότερο ζήτημα της ανθρώπινης ύπαρξης και δράσης, αυτό της Ελευθερίας της Συνείδησης του Ανθρώπου και της συνακόλουθης ευθύνης του. Τέτοιο ζήτημα δεν είχε ακόμη διατυπωθεί διακριτό από τους φιλοσόφους. Με σαφήνεια το έθεσαν, μια γενιά αργότερα από τον Αριστοτέλη, οι Στωικοί[10], ενώ είναι πιθανό ότι το είχε αγγίξει παλαιότερα ως πρόβλημα ο Δημόκριτος[11].

  1. H. Diels- W. Kranz, Die Fragmente der Vorsokratiker, 68B170, 251. Περισσότερα στοιχεία στο άρθρο Φιλοσοφία της Ζωής κατά το Δημόκριτο, σύμφωνα με τα σωζόμενα αποσπάσματα από τον πλούσιο στοχασμό του (στο Διαδίκτυο, www.voros.gr
  2. Στο σχολικό βιβλίο σύντομες πληροφορίες για τους νέους έχει γράψει ο Δημ. Λυπουρλής (στο Αρχαία Ελληνικά: Φιλοσοφικός Λόγος, για την Γ΄τάξη Λυκείου, Θεωρητική κατεύθυνση, σελ. 151-153) .
  3. Διάφοροι άλλοι στοχαστές και σε διάφορες εποχές, πριν και μετά, έχουν προσεγγίσει διαφορετικά και με όρους διαφορετικούς το θέμα της ευδαιμονίας. Ενδεικτικά θυμίζω: Ο Σοφοκλής στην Αντιγόνη (στους τελευταίους στίχους, κατά την έξοδο του χορού από την ορχήστρα, έχει γράψει: «πολλώ το φρονείν ευδαιμονίας πρώτον υπάρχει….» =πολύ πριν από την ευδαιμονία είναι ανάγκη να υπάρχει στην άνθρωπο η φρόνηση (για να αποκτηθεί με τη φρόνηση η ευδαιμονία) . Σε ένα από τα σωζόμενα αποσπάσματα από έργο του Ευριπίδη (G. Nauck, Fragmenta Tragicorum Graecorum, Euripides, fr. 910) διαβάζουμε: «΄Ολβιος όστις της ιστορίης έσχε μάθησιν….» = Καλότυχος όποιος έμαθε ιστορία, όποιος απόκτησε γνώση για τον κόσμο (Ο όρος ιστορία παράγεται από τη ρίζα του ρήματος οίδα= γνωρίζω ∙ προστακτική του οίδα: ίσθι, ίστω…, από όπου ιστορία = γνώση γενικά.
  4. Σχετική παραπομπή στη σημ. 1
  5. Ηθικά Νικομάχεια, Α, 8, 1 (1102a 5-6) . Οι δυο μορφές παραπομπής αναφέρονται σε διαφορετικές εκδόσεις, παλαιότερη και νεότερη.
  6. Ηθικά Νικομάχεια, Β 6, 14-16 ή 1106 a1-2.
  7. Πολιτικά, 1332 a 39-40.
  8. ο.π. 1332, 6-7 .
  9. H. Diels- Kranz, Die Fragmente der Vorsokratiker, 68 B 2.
  10. A.A. Long, Η Ελληνιστική Φιλοσοφία (μετ. Στυλ. Δημόπουλος- Μυρτώ Δραγώνα-, Μ.Ι.Ε.Τ. 1987), σελ. 101-108, 168-72, 268-69). Για το θέμα αυτό έχουμε από τότε και ως σήμερα πλούσια βιβλιογραφία. Στην ελληνική βιβλιογραφία νομίζω πως το σαφέστερο κείμενο είναι ένα εκτενές «Περί Ελευθερίας» κεφάλαιο στο βιβλίο του Ε. Π. Παπανούτσου Φιλοσοφία και Παιδεία (1957).
  11. F. K. Voros, «Das Problem der Willensfreiheit bei Democrit», περιοδικό “Das Altertum”(τ. του 1974) του τότε Ανατολικού Βερολίνου.

Κυριακή 18 Ιανουαρίου 2009

Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Μέγας: ΜΗΝΥΜΑ ΕΛΠΙΔΟΣ

  Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Μέγας

Τα πάντα γνωρίζουμε για το Θεό, επειδή ο Λόγος Του απλώθηκε και τα πάντα κατέλαβε με την παρουσία Του.
Όλη η κτίση είναι γεμάτη από Εκείνον.
Έγινε άνθρωπος και είναι εδώ σε ένα διαρκές παρόν.
Ο κάτω κόσμος φωτίστηκε.
Η οικουμένη στο σύνολό της, είναι γεμάτη από το Φως Του.

«Πανταχοῦ γὰρ τοῦ Λόγου ἑαυτὸν ἁπλώσαντος͵ 
καὶ ἄνω καὶ κάτω καὶ εἰς τὸ βάθος καὶ εἰς τὸ πλάτος 
- ἄνω μὲν εἰς τὴν κτίσιν͵ κάτω δὲ εἰς τὴν ἐνανθρώπησιν͵ 
εἰς βάθος δὲ εἰς τὸν ᾅδην, εἰς πλάτος δὲ εἰς τὸν κόσμον 
- τὰ πάντα τῆς περὶ Θεοῦ γνώσεως πεπλήρωται.»

Πέμπτη 1 Ιανουαρίου 2009

Ο Άγιος Βασίλειος των Ελλήνων

Πόσοι θυμούνται αυτές τις μέρες ότι, εκτός από τον Santa Clauss με το κόκκινο σκουφί, τις ερμίνες και τους ταράνδους, υπάρχει και ο έλληνας Άη Βασίλης; Ασκητικός, λόγιος αλλά και γεωργός, που δεν κουβαλάει δώρα, αλλά περιμένει να τον φιλέψουν οι νοικοκυραίοι, δίνοντάς τους για αντάλλαγμα την "αλφαβήτα" (την ελληνική παιδεία), που -όπως διηγούνται τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα- κάνει το ξερό ραβδί του να ανθίσει.

Ίσως δεν είναι τυχαίος ο παραλληλισμός με την ιερή ελιά του Παρθενώνα, που ξαναβλάστησε μετά τους περσικούς πολέμους.
Βλέπεται μπορεί οι-εκάστοτε- Μήδοι να διαβαίνουν, όμως τα σύμβολα μιας νέας αρχής, μιας νέας ελπίδας εξακολουθούν να παρηγορούν μέσα από τα ελληνικά κάλαντα και το ραβδί του Έλληνα Άη Βασίλη!...
Βαθύτατα μορφωμένος και ένας από τους πρώτους «οικολόγους» αφού αγαπούσε ιδιαίτερα τη φύση. Στάθηκε στο πλευρό των φτωχών και των δούλων ενώ αγωνίστηκε για την ελάφρυνση της φορολογίας του λαού.
Στην πραγματικότητα, ο Μέγας Βασίλειος υπήρξε αυστηρός ασκητής, πολύ ψηλός και πολύ αδύνατος, είχε χλωμό σκούρο δέρμα και κοντά μαλλιά και μακριά μαύρα γενιά, σκούρα μάτια και ερευνητική ματιά. Ηταν φιλάσθενος, είχε προβλήματα υγείας και υπέφερε από το ανυπόφορο κρύο και το βαρύ χειμώνα της Καππαδοκίας. Ηταν πολύ δυναμικός, εμπνευστής της οργανωμένης φιλανθρωπίας (Βασιλειάδα) και δεινός θεολόγος.


Την ημέρα του αγίου Βασιλείου (πρωτοχρονιά)
έχουμε την προσμονή ενός ταπεινού
και καλού Έλληνα αγίου με τα μαύρα γένια
και το σκούρο φτωχό ράσο, που έρχεται
από την Καισάρεια της Καππαδοκίας (Μικρά Ασία)
να ευλογήσει τα σπιτικά μας και να πάρει
το δικό του κομμάτι από τη βασιλόπιτα
Αυτός είναι ο άγιος Βασίλειος,
ο φιλάνθρωπος επίσκοπος
του 4ου αιώνα μ.Χ., ο άνθρωπος
των γραμμάτων ο ταπεινός
και θαυματουργός


Για τις χώρες της Δύσης αυτός που φέρνει τα δώρα στους φτωχούς και τα παιδιά είναι ο Αγιος Νικόλαος ή Santa Clause, τον οποίο στην Ελλάδα γιορτάζουμε στις 6 Δεκεμβρίου και τον θεωρούμε προστάτη των Ναυτικών. Στην Ιστορία του Αγίου Νικολάου, ως προστάτη των φτωχών και των παιδιών, οι λαοί του βορρά ανάμιξαν και στοιχεία από αρχαιότερους μύθους, όπως τα ξωτικά, το άστρο του βορρά, το έλκυθρο, κ.λπ, Ετσι δημιουργήθηκε ο μύθος του Σάντα Κλάους, ενός ευτραφούς τύπου με στρογγυλά γυαλιά λευκά γένεια, κόκκινη στολή και μαγικές ικανότητες, ο οποίος κατοικεί στο Βόρειο Πόλο και περιστοιχίζεται από νεράϊδες του χιονιού και ξωτικά.


Ο Αγιος Νικόλαος εικονογραφείται στην ορθόδοξη παράδοση, ως γέροντας, ασπρογένης επίσκοπος και επειδή την πρώτη του Γενάρη γιορτάζει ο Αγιος Βασίλειος και συνηθίζουμε να προσφέρουμε δώρα την Πρωτοχρονιά, συνδυάστηκε το όνομα του εορτάζοντος Αγίου Βασιλείου με τη μορφή του άλλου Αγίου, του Αγίου Νικολάου, ο οποίος θεωρείται στη Δύση ως ο καλός παππούς Αγιος, που μοιράζει τα δώρα.
Οσον αφορά για το χρώμα της στολής του Αγίου Βασιλείου, μάλλον θα πρέπει να μην ανατρέξουμε τόσο πίσω αλλά να στραφούμε στο έτος 1931, όταν η εταιρία αναψυκτικών Coca Cola ανέθεσε σε ένα γραφίστα να ντύσει τον Santa Claus στα κόκκινα ώστε να ταιριάζει με το αναψυκτικό της. Η διαφήμιση είχε τόση επιτυχία ώστε σήμερα ο Αη Βασίλης στα κόκκινα να θεωρείται αναπόσπαστο μέρος των εορτών και της λατρείας.