Παρασκευή 3 Δεκεμβρίου 2010

ΑΙΣΧΙΝΗ ΚΑΤΑ ΚΤΗΣΙΦΩΝΤΟΣ 3.9–12


ΑΙΣΧΙΝΗ ΚΑΤΑ ΚΤΗΣΙΦΩΝΤΟΣ 3.9–12
Ο νόμος απαγορεύει να τιμώνται οι άρχοντες πριν λογοδοτήσουν
Ο Αισχίνης με τον λόγο του αυτόν αντιστρατεύεται με γραφὴν παρανόμων στην πρόταση του Κτησιφώντα να τιμηθεί ο Δημοσθένης με χρυσό στεφάνι για τις υπηρεσίες του στην πόλη ενώ ακόμα ήταν άρχοντας.
30 Νοεμβρίου 2010
Μετάφραση: Βασιλική Δεδούση
[9] Περὶ μὲν οὖν τῆς ὅλης κατηγορίας μετρίως μοι ἐλπίζω προειρῆσθαι· περὶ δὲ αὐτῶν τῶν νόμων οἳ κεῖνταιπερὶ τῶν ὑπευθύνων, παρ’ οὓς τὸ ψήφισμα τυγχάνει γεγραφὼς Κτησιφῶν, διὰ βραχέων εἰπεῖν βούλομαι.
 
Ἐν γὰρ τοῖς ἔμπροσθεν χρόνοις ἄρχοντές τινες τὰς μεγίστας ἀρχὰς καὶ τὰς προσόδους διοικοῦντες, καὶ δωροδοκοῦντες περὶ ἕκαστα τούτων, προσλαμβάνοντες τούς τε ἐκ τοῦ βουλευτηρίου ῥήτορας καὶ τοὺς ἐκ τοῦ δήμου, πόρρωθεν προκατελάμβανον τὰς εὐθύνας ἐπαίνοις καὶ κηρύγμασιν, ὥστ’ ἐν ταῖς εὐθύναις εἰς τὴν μεγίστην μὲν ἀπορίαν ἀφικνεῖσθαι τοὺς κατηγόρους, πολὺ δὲ ἔτι μᾶλλον τοὺς δικαστάς.
[9] Σχετικά λοιπόν με την όλη κατηγορία νομίζω πως είναι αρκετά αυτά που είπα. Σχετικά όμως με τους νόμους που υπάρχουν γι' αυτούς που είναι υποχρεωμένοι να λογοδοτήσουν μετά τη λήξη της αρχής που διαχειρίστηκαν και τους οποίους παραβαίνοντας ο Κτησιφώντας έγραψε το ψήφισμά του, θέλω ν' αναφέρω λίγα λόγια.
Στα περασμένα χρόνια λοιπόν μερικοί άρχοντες, οι οποίοι αναλάμβαναν τα πιο μεγάλα αξιώματα και διαχειρίζονταν τα δημόσια έσοδα και οι οποίοι δωροδοκούνταν σε κάθε μια απ' τις περιπτώσεις αυτές, παίρνοντας με το μέρος τους τούς ρήτορες της βουλής και του δήμου, πολύ πριν τελειώσει ο χρόνος της αρχής που διαχειρίζονταν, κατόρθωναν να εξασφαλίσουν ευνοϊκές προϋποθέσεις για τη λογοδοσία τους με τιμητικά ψηφίσματα κι επαίνους, ώστε την ώρα που λογοδοτούσαν για τη διαχείριση της αρχής που ανάλαβαν να βρίσκονται σε μεγάλη αμηχανία όσοι ήθελαν να τους κατηγορήσουν και πολύ περισσότερο οι δικαστές.
[10] πολλοὶ γὰρ πάνυ τῶν ὑπευθύνων, ἐπ’ αὐτοφώρῳ κλέπται τῶν δημοσίων χρημάτων ὄντες ἐξελεγχόμενοι, διεφύγγανον ἐκ τῶν
δικαστηρίων, εἰκότως· ᾐσχύνοντο γὰρ οἶμαι οἱ δικασταί, εἰ φανήσεται ὁ αὐτὸς ἀνὴρ ἐν τῇ αὐτῇ πόλει, πρώην μέν ποτε ἀναγορευόμενος ἐν τοῖς ἀγῶσιν, ὅτι στεφανοῦται ἀρετῆς ἕνεκα καὶ δικαιοσύνης ὑπὸ τοῦ δήμου χρυσῷ στεφάνῳ, ὁ δὲ αὐτὸς ἀνὴρ μικρὸν ἐπισχὼν ἔξεισιν ἐκ τοῦ δικαστηρίου κλοπῆς ἕνεκα τὰς εὐθύνας ὠφληκώς·
ὥστε ἠναγκάζοντο τὴν ψῆφον φέρειν οἱ δικασταί, οὐ περὶ τοῦ παρόντος ἀδικήματος, ἀλλ’ ὑπὲρ τῆς αἰσχύνης τοῦ δήμου.
[10] Γι' αυτό πολλοί απ' αυτούς που ήσαν υποχρεωμένοι να λογοδοτήσουν, αν και πιάνονταν επ' αυτοφώρω να κλέβουν τα χρήματα του δημοσίου, γλύτωναν απ' τα δικαστήρια, και πολύ φυσικά. Γιατί, νομίζω, οι δικαστές θεωρούσαν ντροπή να φανεί ο ίδιος άνδρας, στην ίδια πόλη, ίσως μάλιστα και στον ίδιο χρόνο, ότι προ ολίγου ανακηρύχθηκε στους θεατρικούς αγώνες πως στεφανώθηκε απ' το δήμο με χρυσό στεφάνι ένεκα της αρετής του και της δικαιοσύνης του και ύστερ' από λίγο ο ίδιος αυτός άνδρας να φανεί ότι βγαίνει απ' το δικαστήριο ύστερ' απ' τη λογοδοσία του καταδικασμένος για κλοπή δημοσίων χρημάτων. Αναγκάζονταν λοιπόν οι δικαστές να ψηφίσουν όχι για να καταδικάσουν το έγκλημα που δίκαζαν εκείνη τη στιγμή, αλλά για να μη ντροπιάσουν το δήμο.
[11] Κατιδὼν δή τις ταῦτα νομοθέτης τίθησι νόμον καὶ μάλα καλῶς ἔχοντα, διαρρήδην ἀπαγορεύοντα τοὺς ὑπευθύνους μὴ στεφανοῦν. καὶ ταῦτα οὕτως εὖ προκατειληφότος τοῦ νομοθέτου, εὕρηνται κρείττονες λόγοι τῶν νόμων, οὓς εἰ μή τις ὑμῖν ἐρεῖ, λήσετε ἐξαπατηθέντες.
τούτων γὰρ τῶν τοὺς ὑπευθύνους στεφανούντων παρὰ τοὺς νόμους οἱ μὲν φύσει μέτριοί εἰσιν, εἰ δή τις ἐστὶ μέτριος τῶν τὰ παράνομα γραφόντων, ἀλλ’ οὖν προβάλλονταί γέ τι πρὸ τῆς αἰσχύνης. προσγράφουσι γὰρ πρὸς τὰ ψηφίσματα στεφανοῦν τὸν ὑπεύθυνον «ἐπειδὰν λόγον καὶ εὐθύνας τῆς ἀρχῆς δῷ.»
11] Όταν όμως κάποιος νομοθέτης αντιλήφθηκε την κατάσταση αυτή, θέσπισε νόμο πάρα πολύ σωστό, που απαγορεύει αυστηρά να στεφανώνονται όσοι είναι υποχρεωμένοι να λογοδοτήσουν. Εν τούτοις, αν και ο νομοθέτης πολύ καλά προνόησε γι' αυτά, έχουν επινοηθεί δικαιολογίες για να καταπατηθεί αυτός ο νόμος, τις οποίες αν κάποιος δεν σας τις υποδείξει, θα εξαπατηθείτε απ' αυτούς χωρίς να το καταλάβετε· γιατί, ανάμεσα σ' αυτούς που παράνομα προτείνουν να στεφανώνονται άρχοντες που δεν έχουν λογοδοτήσει, υπάρχουν μερικοί οι οποίοι από φυσικού τους είναι μετριοπαθείς, αν είναι βέβαια δυνατό να είναι μετριοπαθής κάποιος απ' αυτούς που προτείνουν παράνομα ψηφίσματα, αλλά καλύπτουν κάπως τη ντροπή της παρανομίας. Προσθέτουν δηλαδή στα ψηφίσματά τους να στεφανώνεται ο υπεύθυνος άρχοντας, αφού λογοδοτήσει για την αρχή που διαχειρίστηκε.
[12] Καὶ ἡ μὲν πόλις τὸ ἴσον ἀδίκημα ἀδικεῖται· προκαταλαμβάνονται γὰρ ἐπαίνοις καὶ στεφάνοις αἱ εὔθυναι· ὁ δὲ τὸ ψήφισμα γράφων ἐνδείκνυται τοῖς ἀκούουσιν, ὅτι γέγραφε μὲν παράνομα, αἰσχύνεται δὲ ἐφ’ οἷς ἡμάρτηκε. Κτησιφῶν δέ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ὑπερπηδήσας τὸν νόμον τὸν περὶ τῶν ὑπευθύνων κείμενον, καὶ τὴν πρόφασιν ἣν ἀρτίως προεῖπον ὑμῖν ἀνελών, πρὶν λόγον πρὶν εὐθύνας δοῦναι γέγραφε μεταξὺ Δημοσθένην ἄρχοντα στεφανοῦν.
[12] Και η πόλη παθαίνει πάλι την ίδια αδικία, γιατί δημιουργούνται ευνοϊκές προϋποθέσεις για τη λογοδοσία με την πρόταση να επαινεθεί και να στεφανωθεί ο υπεύθυνος αλλ' αυτός που προτείνει το ψήφισμα δεν κρύβει απ' τους ακροατές του ότι πρότεινε παράνομες προτάσεις, ντρέπεται όμως για τα σφάλματα που έκανε. Ο Κτησιφώντας όμως, άνδρες Αθηναίοι, παραβαίνοντας το νόμο που υπάρχει για τους υπεύθυνους άρχοντες και χωρίς να προσθέσει τη δικαιολογία που εγώ προηγουμένως σας ανέφερα, πρότεινε να στεφανωθεί ο Δημοσθένης, πριν λογοδοτήσει για την αρχή που διαχειρίστηκε,

Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2010

Ξενοφῶντος Ἀπομνημονεύματα 1.2.19–1.2.22

Η σημασία της άσκησης της αρετής
Ο ένας από τους κατηγόρους του Σωκράτη είχε ισχυρισθεί ότι η αρνητική κριτική του φιλοσόφου σε θεμελιώδεις πρακτικές της αθηναϊκής δημοκρατίας, όπως η κλήρωση των αρχόντων, υπονόμευε το πολίτευμα και καθιστούσε βίαιους και ανήθικους τους μαθητές του. Τεκμηρίωσε μάλιστα τον ισχυρισμό του, προβάλλοντας τις περιπτώσεις του Κριτία και του Αλκιβιάδη. Ο Ξενοφώντας υποστήριξε ότι οι άνδρες αυτοί επέδειξαν φαύλη συμπεριφορά αφότου σταμάτησαν να συναναστρέφονται τον Σωκράτη, πριν συνεχίσει με το παρακάτω επιχείρημα:

Κείμενο
[1.2.19] Ἴσως οὖν εἴποιεν ἂν πολλοὶ τῶν φασκόντων φιλοσοφεῖν
ὅτι οὐκ ἄν ποτε ὁ δίκαιος ἄδικος γένοιτο, οὐδὲ ὁ σώφρων ὑβριστής, οὐδὲ ἄλλο οὐδὲν ὧν μάθησίς ἐστιν ὁ μαθὼν ἀνεπιστήμων ἄν ποτε γένοιτο.
ἐγὼ δὲ περὶ τούτων οὐχ οὕτω γιγνώσκω· ὁρῶ γὰρ ὥσπερ τὰ τοῦ σώματος ἔργα τοὺς μὴ τὰ σώματα ἀσκοῦντας οὐ δυναμένους ποιεῖν, οὕτω καὶ τὰ τῆς ψυχῆς ἔργα τοὺς μὴ τὴν ψυχὴν ἀσκοῦντας οὐ δυναμένους·
οὔτε γὰρ ἃ δεῖ πράττειν οὔτε ὧν δεῖ ἀπέχεσθαι δύνανται.
[1.2.20] δι’ ὃ καὶ τοὺς υἱεῖς οἱ πατέρες, κἂν ὦσι σώφρονες, ὅμως ἀπὸ τῶν πονηρῶν ἀνθρώπων εἴργουσιν, ὡς τὴν μὲν τῶν χρηστῶν ὁμιλίαν ἄσκησιν οὖσαν τῆς ἀρετῆς, τὴν δὲ τῶν πονηρῶν κατάλυσιν.
μαρτυρεῖ δὲ καὶ τῶν ποιητῶν ὅ τε λέγων·
Ἐσθλῶν μὲν γὰρ ἄπ’ ἐσθλὰ διδάξεαι· ἢν δὲ κακοῖσι συμμίσγῃς,
ἀπολεῖς καὶ τὸν ἐόντα νόον, καὶ ὁ λέγων·
Αὐτὰρ ἀνὴρ ἀγαθὸς τοτὲ μὲν κακός, ἄλλοτε δ’ ἐσθλός.
κἀγὼ δὲ μαρτυρῶ τούτοις· [1.2.21]
ὁρῶ γὰρ ὥσπερ τῶν ἐν μέτρῳ πεποιημένων ἐπῶν τοὺς μὴ μελετῶντας ἐπιλανθανομένους,
οὕτω καὶ τῶν διδασκαλικῶν λόγων τοῖς ἀμελοῦσι λήθην ἐγγιγνομένην. ὅταν δὲ τῶν νουθετικῶν λόγων ἐπιλάθηταί
τις, ἐπιλέλησται καὶ ὧν ἡ ψυχὴ πάσχουσα τῆς σωφροσύνης ἐπεθύμει· τούτων δ’ ἐπιλαθόμενον οὐδὲν θαυμαστὸν καὶ τῆς
σωφροσύνης ἐπιλαθέσθαι.
[1.2.22] ὁρῶ δὲ καὶ τοὺς εἰς φιλοποσίαν προαχθέντας καὶ τοὺς εἰς ἔρωτας ἐγκυλισθέντας ἧττον δυναμένους τῶν τε δεόντων ἐπιμελεῖσθαι καὶ τῶν μὴ δεόντων ἀπέχεσθαι. πολλοὶ γὰρ καὶ χρημάτων δυνάμενοι φείδεσθαι,
πρὶν ἐρᾶν, ἐρασθέντες οὐκέτι δύνανται·
καὶ τὰ χρήματα καταναλώσαντες, ὧν πρόσθεν ἀπείχοντο κερδῶν, αἰσχρὰ
νομίζοντες εἶναι, τούτων οὐκ ἀπέχονται.
[1.2.23] πῶς οὖν οὐκ ἐνδέχεται σωφρονήσαντα πρόσθεν αὖθις μὴ σωφρονεῖν καὶ δίκαια δυνηθέντα πράττειν αὖθις ἀδυνατεῖν;
πάντα μὲν οὖν
ἔμοιγε δοκεῖ τὰ καλὰ καὶ τἀγαθὰ ἀσκητὰ εἶναι, οὐχ ἥκιστα δὲ σωφροσύνη.
.
Μετάφραση: Βασιλική Δεδούση
Ίσως λοιπόν ημπορούσαν να πουν πολλοί από εκείνους, που ισχυρίζονται ότι φιλοσοφούν, ότι πράγματι ουδέποτε ο δίκαιος μπορεί να γίνει άδικος ούτε ο σώφρων αλαζόνας ούτε όσον αφορά κάτι άλλο από εκείνα, τα οποία μαθαίνονται, αυτός που τα έμαθε μπορεί να πάψει να τα γνωρίζει..
Εγώ όμως σχετικά με αυτά δεν έχω αυτή τη γνώμη· διότι παρατηρώ, ότι, καθώς τα σωματικά έργα εκείνοι, που δεν γυμνάζουν τα σώματα, δεν μπορούν να τα εκτελούν, έτσι και τα ψυχικά έργα εκείνοι, που δεν εξασκούν την ψυχήν, δεν μπορούν να τα εκτελούν, διότι, ούτε όσα πρέπει να κάμνουν, μπορούν να τα κάνουν, ούτε από όσα πρέπει να απέχουν, μπορούν να απέχουν.
Διά τούτο και οι πατέρες τα παιδιά τους, και αν ακόμα είναι συνετά, όμως τα εμποδίζουν από τους πονηρούς ανθρώπους, επειδή η μεν συναναστροφή με τους ενάρετους είναι άσκηση της αρετής, όμως η συναναστροφή με τους πονηρούς είναι καταστροφή.
Είναι δε μάρτυρας αυτού και εκείνος από τους ποιητές που λέγει:

Απ' τους καλούς πάντα καλό θα μάθεις.
Αν πηγαίνεις με τους κακούς,


και το μυαλό που σούλαχε θα χάσεις.
και εκείνος που λέγει:

Ο καλός άλλοτε κακός και άλλοτε καλός είναι.
Και εγώ απ’ τη μεριά μου συμφωνώ με αυτά·
διότι βλέπω, ότι, καθώς ακριβώς τα εμμέτρα έπη, εκείνοι, που δεν τα μελετούν, τα ξεχνούν, έτσι και σ’ εκείνους, που αμελούν τους λόγους των δασκάλων, έρχεται λησμονιά. Όταν δε κάποιος λησμονήσει τους συμβουλευτικούς λόγους, χάνει και την διάθεση εκείνη της ψυχής, την οποία όταν έχει η ψυχή επιθυμεί τη σωφροσύνη· όταν όμως κανείς λησμονήσει αυτά, δεν είναι καθόλου παράξενο να λησμονεί και την σωφροσύνη.
Βλέπω δε ότι και εκείνοι, που παρασύρθηκαν στη φιλοποσία, και εκείνοι, που κυλίστηκαν μέσα στους έρωτας, λιγότερο μπορούν και να φροντίζουν όσα πρέπει και να απέχουν από όσα δεν πρέπει. Διότι πολλοί, που μπορούσαν, πριν πέσουν σε έρωτες, να μη σπαταλούν τα χρήματά τους, όταν πέσουν, δεν μπορούν πια·
και αφού καταξοδέψουν τα χρήματά τους, δεν απέχουν από τα κέρδη εκείνα, από τα οποία πρωτύτερα απείχαν, επειδή τα θεωρούσαν αισχρά·
Πώς λοιπόν δεν είναι ενδεχόμενον ενώ κανείς πρωτύτερα υπήρξε συνετός, κατόπιν να μη είναι, και ενώ μπορούσε να πράττει το δίκαιο, έπειτα να μη μπορεί;
Έχω την εντύπωση λοιπόν ότι όλα τα καλά και τα αγαθά αποκτώνται με την άσκηση προ πάντων δε η σωφροσύνη.

25/11/2010

Τρίτη 19 Οκτωβρίου 2010

Ξενοφῶντος Ἀπομνημονεύματα 1.2.19–1.2.20

Απ' τους καλούς πάντα καλό θα μάθης. 
Αν πηγαίνεις με τους κακούς, και το μυαλό που σούλαχε θα χάσης.

Η σημασία της άσκησης της αρετής
Κείμενο
[1.2.19] Ἴσως οὖν εἴποιεν ἂν πολλοὶ τῶν φασκόντων φιλοσοφεῖν
ὅτι οὐκ ἄν ποτε ὁ δίκαιος ἄδικος γένοιτο, οὐδὲ ὁ σώφρων ὑβριστής, οὐδὲ ἄλλο οὐδὲν ὧν μάθησίς ἐστιν ὁ μαθὼν ἀνεπιστήμων ἄν ποτε γένοιτο. ἐγὼ δὲ περὶ τούτων οὐχ οὕτω γιγνώσκω·  
ὁρῶ γὰρ ὥσπερ τὰ τοῦ σώματος ἔργα τοὺς μὴ τὰ
σώματα ἀσκοῦντας οὐ δυναμένους ποιεῖν, οὕτω καὶ τὰ τῆς ψυχῆς ἔργα τοὺς μὴ τὴν ψυχὴν ἀσκοῦντας οὐ δυναμένους·
οὔτε γὰρ ἃ δεῖ πράττειν οὔτε ὧν δεῖ ἀπέχεσθαι δύνανται.
[1.2.20] δι’ ὃ καὶ τοὺς υἱεῖς οἱ πατέρες, κἂν ὦσι σώφρονες, ὅμως ἀπὸ τῶν πονηρῶν ἀνθρώπων εἴργουσιν, ὡς τὴν μὲν τῶν χρηστῶν ὁμιλίαν ἄσκησιν οὖσαν τῆς ἀρετῆς, τὴν δὲ τῶν πονηρῶν κατάλυσιν. μαρτυρεῖ δὲ καὶ τῶν ποιητῶν ὅ τε λέγων·

Ἐσθλῶν μὲν γὰρ ἄπ’ ἐσθλὰ διδάξεαι· 
ἢν δὲ κακοῖσι συμμίσγῃς, 
ἀπολεῖς καὶ τὸν ἐόντα νόον, 
καὶ ὁ λέγων·
Αὐτὰρ ἀνὴρ ἀγαθὸς τοτὲ μὲν κακός, ἄλλοτε δ’ ἐσθλός.
Ξενοφῶν: Ιστορικός και Φιλόσοφος

Μετάφραση:  Κ. Βάρναλης. [1939] χ.χ. 
Ξενοφών. Απομνημονεύματα.
Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

Ίσως λοιπόν ημπορούσαν να ειπούν πολλοί από εκείνους, που λέγουν ότι φιλοσοφούν, ότι ουδέποτε ο δίκαιος ημπορεί να γίνη άδικος ούτε ο σώφρων αυθαίρετος ούτε κατ' άλλο τίποτε εξ εκείνων, τα οποία μανθάνονται, ο μαθών μπορεί να γίνη ανεπιστήμων. 
Εγώ όμως περί τούτων δεν φρονώ ούτω· διότι παρατηρώ, ότι, καθώς τα σωματικά έργα εκείνοι, που δεν εξασκούν τα σώματα, δεν ημπορούν να τα εκτελούν, έτσι και τα ψυχικά έργα εκείνοι, που δεν εξασκούν την ψυχήν, δεν ημπορούν να τα εκτελούν, διότι, ούτε όσα πρέπει να κάμνουν, ημπορούν να τα κάμνουν, ούτε από όσα πρέπει να απέχουν, ημπορούν να απέχουν.
Διά τούτο και οι πατέρες τους υιούς των, και αν είναι σώφρονες, όμως τους εμποδίζουν από τους πονηρούς ανθρώπους, επειδή η μεν συναναστροφή των εναρέτων είναι άσκησις της αρετής, η δε συναναστροφή των πονηρών καταστροφή. Είναι δε μάρτυς τούτου από τους ποιητάς και εκείνος που λέγει:

Απ' τους καλούς πάντα καλό θα μάθης.
Αν πηγαίνεις με τους κακούς,
Και το μυαλό που σούλαχε θα χάσης.
και εκείνος που λέγει:
Ο καλός άλλοτε κακός και άλλοτε καλός είναι.

Παρασκευή 16 Ιουλίου 2010

Τι ἐστὶ Φιλολογία; «Γιατί διδάσκουμε Αρχαία Ελληνικά στα παιδιά»

(Απόσπασμα από ανέκδοτη ομιλία του Ι.Θ. Κακριδή)
Μα γιατί Αρχαία Ελληνικά;
Φιλολογία δεν είναι......
  • η αποστήθιση κανόνων γραμματικής και συντακτικού...
  • η διαρκής προσήλωση σε «απολιθωμένα» κείμενα....
  • η αρχαιολατρία, ο νεοπαγανισμός και ο εθνικισμός
  • η παπαγαλία τόμων χωρίς «εφαρμογή» στη σημερινή εποχή...
Φιλολογία είναι.......
  • η κατανόηση του κοινωνικο-ιστορικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο γράφτηκαν τα κείμενα (αρχαία και νεότερα)
  • η μελέτη της πολιτιστικής κληρονομιάς ενός λαού
  • ο επαναπροσδιορισμός εννοιών άρα και της σκέψης με αποτέλεσμα την διεύρυνση των οριζόντων μας
  • η καθαρότερη θέαση του κόσμου μέσα από την μελέτη των ιστορικών συνθηκών εξαιτίας των οποίων συντέθηκαν τα κείμενα και η αντιπαραβολή τους με τις πολιτικο-κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες του παρόντος
  • η δεξιότητα του να διαβάζεις «πίσω από τις γραμμές» ενός κειμένου


Ι.Θ. Κακριδή
«Γιατί διδάσκουμε Αρχαία Ελληνικά στα παιδιά»

Γιατί αλήθεια διδάσκουμε τα αρχαία ελληνικά στα παιδιά που
θέλουμε να μορφώσουμε, σε τόσο πολλές ώρες μάλιστα;
Τρεις είναι οι κύριοι λόγοι που μας υποχρεώνουν να βοηθήσουμε τα παιδιά μας να επικοινωνήσουν όσο γίνεται περισσότερο με τον αρχαίο κόσμο.

Αρχαία Ελληνικά. Σκέψεις και προβληματισμοί, καθηγητών και μαθητών. Προσδοκίες και πραγματικότητα.
Πειραματικό Γυμνάσιο Πανεπιστημίου Κρήτης.


Πρώτα απ’ όλα, γιατί είμαστε κι εμείς Έλληνες. 
Από τον καιρό του Ομήρου ως σήμερα έχουν περάσει κάπου δυο χιλιάδες εφτακόσια χρόνια.
Στους αιώνες που κύλησαν οι Έλληνες βρεθήκαμε συχνά στο απόγειο της δόξας, άλλοτε πάλι στα χείλια μιας καταστροφής
ανεπανόρθωτης∙ νικήσαμε και νικηθήκαμε αμέτρητες φορές∙ δοκιμάσαμε επιδρομές και σκλαβιές∙ αλλάξαμε θρησκεία∙ στους τελευταίους αιώνες η τεχνική επιστήμη μετασχημάτισε βασικά τη μορφή της ζωής μας∙ και όμως κρατηθήκαμε Έλληνες, με την ίδια γλώσσα‐φυσικά εξελιγμένη‐, με τα ίδια ιδανικά, τον ίδιο σε πολλά χαραχτήρα και με ένα πλήθος στοιχεία του πολιτισμού κληρονομημένα από τα προχριστιανικά χρόνια. 
Στον πνευματικό τομέα κανένας λαός δεν μπορεί να προκόψει, αν αγνοεί την ιστορία του, γιατί άγνοια της ιστορίας θα πει άγνοια του ίδιου του ίδιου του εαυτού του. 
Είμαι Έλληνας, συνειδητός Έλληνας, αυτό θα πει, έχω
αφομοιώσει μέσα μου την πνευματική ιστορία των Ελλήνων από τα μυκηναϊκά χρόνια ως σήμερα.

Ο δεύτερος λόγος που μας επιβάλλει να γνωρίσουμε την αρχαία
πνευματική Ελλάδα είναι ότι είμαστε κι εμείς Ευρωπαίοι. Ολόκληρος ο Ευρωπαϊκός πολιτισμός στηρίζεται στον αρχαίο Ελληνικό, με συνδετικό κρίκο τον ρωμαϊκό. 
Με τους άλλους Ευρωπαίους μας δένει βέβαια και ο Χριστιανισμός, όσο και να μας χωρίζουν ορισμένα δόγματα.  
Μα και ο Χριστιανισμός έπρεπε να δουλευτεί πρώτα με την Ελληνική σκέψη, για να μπορέσει ν’ απλώσει έπειτα στον ευρωπαϊκό χώρο. Η ρίζα του πολιτισμού των Ευρωπαίων όλων είναι ο αρχαίος ελληνικός στοχασμός και η τέχνη, γι’ αυτό δεν μπορεί να τα αγνοεί κανείς, αν θέλει να αισθάνεται πως πνευματικά ανήκει στην Ευρώπη.
Μα ο κυριότερος λόγος που δεν επιτρέπεται οι νέοι μας ν’ αγνοούν την αρχαίαν Ελλάδα είναι άλλος: στην Ελλάδα για πρώτη φορά στα χρονικά του κόσμου ανακαλύφτηκε ο άνθρωπος ως αξία αυτόνομη, ο άνθρωπος που θέλει να κρατιέται ελεύθερος από κάθε λογής σκλαβιά, και υλική και πνευματική.  

Μέσα στους λαούς που περιβάλλουν τον ελληνικό χώρο στα παλιά εκείνα χρόνια υπάρχουν πολλοί με μεγάλο πολιτισμό, πάνω απ’ όλους οι Αιγύπτιοι και οι Πέρσες. Οι λαοί όμως αυτοί ούτε γνωρίζουν ούτε θέλουν τον ελεύθερο άνθρωπο. Το απολυταρχικό τους σύστημα επιβάλλει στα άτομα να σκύβουν αδιαμαρτύρητα το κεφάλι μπροστά στο βασιλέα και στους θρησκευτικούς αρχηγούς. 
Η ελεύθερη πράξη και η ελεύθερη σκέψη είναι άγνωστα στον εξωελληνικό κόσμο. 
Και οι Έλληνες; Πρώτοι αυτοί, σπρωγμένοι από μια δύναμη που βγαίνει από μέσα τους και μόνο, την δεσποτεία θα την μεταλλάξουν σε δημοκρατία, και από την άβουλη, ανεύθυνη μάζα του λαού θα πλάσουν μια κοινωνία από πολίτες ελεύθερους, που καθένας τους να νιώθει τον εαυτό του υπεύθυνο και για τη δική του και για των άλλων την προκοπή.
 
Ο στοχασμός είναι κι αυτός ελεύθερος για τα πιο τολμηρά πετάματα του νου και της φαντασίας. Ο Έλληνας είναι ο πρώτος, που ενώ ξέρει πως δεν μπορεί ατιμώρητα να ξεπεράσει τα σύνορα του ανθρώπου και να γίνει θεός, όμως κατέχεται από μια βαθιά αισιοδοξία για τις ανθρώπινες ικανότητες και είναι γεμάτος αγάπη για τον άνθρωπο, που τον πιστεύει ικανό να περάσει τις ατέλειές του και να γίνει αυτό που πρέπει να είναι−ο τέλειος άνθρωπος.
Αυτή η πίστη στον τέλειον άνθρωπο, συνδυασμένη με το βαθύ
καλλιτεχνικό αίσθημα που χαρακτηρίζει την ελληνική φυλή, δίνει στον αρχαίον Έλληνα τον πόθο και την ικανότητα να πλάσει πλήθος ιδανικές μορφές σε ό,τι καταπιάνεται με το νου, με τη φαντασία και με το χέρι: στις απέριττες μορφές που σχεδιάζουν οι τεχνίτες στα αγγεία της καθημερινής χρήσης, στη μεγάλη ζωγραφική, στην πλαστική του χαλκού και του μαρμάρου, πάνω απ’ όλα στο λόγο τους, και τον πεζό και τον ποιητικό.

Αυτόν τον κόσμο θέλουμε να δώσουμε στα παιδιά μας, για να
μορφωθούν∙ για να καλλιεργήσουν τη σκέψη τους αναλύοντας τη σκέψη των παλιών Ελλήνων∙ για να καλλιεργήσουν το καλλιτεχνικό τους αίσθημα μελετώντας ό,τι ωραίο έπλασε το χέρι και η φαντασία των προγόνων τους∙ για να μπορέσουν κι αυτοί να νιώσουν τον εαυτό τους αισιόδοξο, ελεύθερο και υπεύθυνο για τη μοίρα του ανθρώπου πάνω στη γη∙ προπαντός για να φουντώσει μέσα τους ο πόθος για τον τέλειον άνθρωπο.


από Πύλη

Πέμπτη 1 Ιουλίου 2010

Ισοκράτης: Η αληθινή Δημοκρατία

Ο Ισοκράτης (436 π.Χ-338 π.Χ.), 
Απόσπασμα από τον Αρεοπαγιτικό λόγο

ΙΣΟΚΡ 7.20–27
Οἱ γὰρ κατ' ἐκεῖνον τὸν χρόνον τὴν πόλιν διοικοῦντες κατεστήσαντο πολιτείαν οὐκ ὀνόματι μὲν τῷ κοινοτάτῳ καὶ πραοτάτῳ προσαγορευομένην, ἐπὶ δὲ τῶν πράξεων οὐ τοιαύτην τοῖς ἐντυγχάνουσι φαινομένην, οὐδ' ἣ τοῦτον τὸν τρόπον ἐπαίδευε τοὺς πολίτας ὥσθ' ἡγεῖσθαι τὴν μὲν ἀκολασίαν δημοκρατίαν, τὴν δὲ παρανομίαν ἐλευθερίαν, τὴν δὲ παρρησίαν ἰσονομίαν, τὴν δ' ἐξουσίαν τοῦ ταῦτα ποιεῖν εὐδαιμονίαν, ἀλλὰ μισοῦσα καὶ κολάζουσα τοὺς τοιούτους βελτίους καὶ σωφρονεστέρους ἅπαντας τοὺς πολίτας ἐποίησεν.
Διότι εκείνοι που διοικούσαν την πόλη τότε (ενν. στην εποχή του Σόλωνα και του Κλεισθένη), δεν δημιούργησαν ένα πολίτευμα το οποίο μόνο κατ’ όνομα να θεωρείται το πιο φιλελεύθερο και το πιο πράο από όλα, ενώ στην πράξη να εμφανίζεται διαφορετικό σε όσους το ζουν· ούτε ένα πολίτευμα που να εκπαιδεύει τους πολίτες έτσι ώστε να θεωρούν δημοκρατία την ασυδοσία, ελευθερία την παρανομία, ισονομία την αναίδεια και ευδαιμονία την εξουσία του καθενός να κάνει ό,τι θέλει, αλλά ένα πολίτευμα το οποίο, δείχνοντας την απέχθειά του για όσους τα έκαναν αυτά και τιμωρώντας τους, έκανε όλους τους πολίτες καλύτερους και πιο μυαλωμένους.

Λόγια που ηχούν σαν να γράφτηκαν για το σήμερα και αφορούν όλες τις κυβερνήσεις ανά τον κόσμο! 
(περίπου 2400 χρόνια μετά!)

πηγή: sarantakos
Με αφορμή κείμενο που μας έστειλε ο Αντώνης
Σχετικά: Απέναντι στον ψεύτικο «Ισοκράτη», ο «αληθινός» Αριστοτέλης
Η απάντηση στον «Ελεύθερο Τύπο»

Παρασκευή 21 Μαΐου 2010

Ο αδερφός μου με αδικεί...

Επίκτητος: Έλληνας στωικός φιλόσοφος. 
Γεννήθηκε στην Ιεράπολη της Φρυγίας. Υπήρξε σύγχρονος του Νέρωνος και του Τραϊανού, ήταν δε δούλος του Επαφροδίτου, και έζησε στις αρχές ως δούλος στη Ρώμη, όπου άκουσε τα μαθήματα του στωικού φιλοσόφου Μουσωνίου.
Επίκτητος
Παροιμιώδης ήταν η αταραξία του και η στωικότητά του. 
Λέγεται, ότι ο κύριός του, για να δοκιμάσει την απάθεια του Επίκτητου, έκοβε τις σάρκες τις κνήμης του με κοφτερό όργανο. Τότε ο δούλος φιλόσοφος στράφηκε και είπε απαθώς στο βασανιστή του: «θα την θραύσης». Και όταν αληθινά, του έσπασε το κόκαλο, ο Επίκτητος συμπλήρωσε: «Σου το είπον». 
Από τότε έμεινε χωλός.
Ο Επίκτητος υπήρξε ένας από τους πιστότερους ερμηνευτές του καθαρού στωικισμού.

Όταν ο αδερφός σου σε αδικεί

Πᾶν πρᾶγµα δύο ἔχει λαβάς, τὴνµὲν φορητήν, τὴν δὲ ἀφόρητον. ὁ ἀδελφὸς ἐὰν ἀδικῇ, ἐντεῦθεν αὐτὸ µὴ λάµβανε, ὅτι ἀδικεῖ (αὕτη γὰρ ἡ λαβή ἐστιν αὐτοῦ οὐ φορητή), ἀλλὰ ἐκεῖθεν µᾶλλον, ὅτι ἀδελφός, ὅτι σύντροφος, καὶ λήψῃ αὐτὸ καθ’ ὃ φορητόν.

Κάθε πράγμα έχει δυο λαβές · τη μια που μπορείς να τη βαστάξεις και την άλλη που δεν μπορείς. Αν ο αδερφός σου σε αδικεί, μην πιάσεις το πράγμα από εδώ, δηλαδή ότι αδικεί (γιατί από αυτή τη λαβή δεν μπορείς να το βαστάξεις), αλλά μάλλον από εκεί, από το ότι δηλαδή είναι αδερφός, ότι ανατραφήκατε μαζί. Τότε θα πιάσεις το πράγμα από τη μεριά που μπορείς να το βαστάξεις.
 
Επικτήτου Εγχειρίδιον  c43.1

Επίκτητος: ανεμπόδιστη είναι μόνο η επιλογή

Τρίτη 27 Απριλίου 2010

ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΙΚΟΣ

Στο κλίμα της εποχής ένα κείμενο 2345 χρόνων!!
Η ανεπάρκεια της σύγχρονης αθηναϊκής πολιτικής


ΙΣΟΚΡ 7.14
Προοίμιον (ΙΣΟΚΡ 7)
Ο Αρεοπαγιτικός γράφηκε μετά το τέλος του Συμμαχικού πολέμου (357–355 π.Χ.), ο οποίος σήμανε τη διάλυση της Β´ Αθηναϊκής συμμαχίας. Σε αυτόν ο Ισοκράτης κάνει έκκληση προς τους συμπολίτες του για αναπροσαρμογή της πολιτικής τους στα εσωτερικά και εξωτερικά θέματα και επιστροφή στις πατροπαράδοτες αρχές διακυβέρνησης της πόλης.
Ισοκράτης (436 π.Χ-338 π.Χ.)

[14] ἔστι γὰρ ψυχὴ πόλεως οὐδὲν ἕτερον ἢ πολιτεία, τοσαύτην ἔχουσα δύναμιν ὅσην περ ἐν σώματι φρόνησις. αὕτη γάρ ἐστιν ἡ βουλευομένη περὶ ἁπάντων, καὶ τὰ μὲν ἀγαθὰ διαφυλάττουσα, τὰς δὲ συμφορὰς διαφεύγουσα. ταύτῃ καὶ τοὺς νόμους καὶ τοὺς ῥήτορας καὶ τοὺς ἰδιώτας ἀναγκαῖόν ἐστιν ὁμοιοῦσθαι καὶ πράττειν οὕτως ἑκάστους οἵαν περ ἂν ταύτην ἔχωσιν. [15] ἧς ἡμεῖς διεφθαρμένης οὐδὲν φροντίζομεν, οὐδὲ σκοποῦμεν ὅπως ἐπανορθώσομεν αὐτήν· ἀλλ’ ἐπὶ μὲν τῶν ἐργαστηρίων καθίζοντες κατηγοροῦμεν τῶν καθεστώτων, καὶ λέγομεν ὡς οὐδέποτ’ ἐν δημοκρατίᾳ κάκιον ἐπολιτεύθημεν, ἐν δὲ τοῖς πράγμασιν καὶ ταῖς διανοίαις αἷς ἔχομεν μᾶλλον αὐτὴν ἀγαπῶμεν τῆς ὑπὸ τῶν προγόνων καταλειφθείσης. Γιατί «ψυχή» της πολιτείας δεν είναι τίποτε άλλο παρά το «πολίτευμα», που έχει τόσο μεγάλη δύναμη όσο έχει για τον άνθρωπο η ορθή σκέψη. Γιατί αυτό ακριβώς, είναι που φροντίζει για όλα, και τα μεν αγαθά διαφυλάττει, ενώ τις συμφορές προσπαθεί να εξαλείφη. Με αυτό είναι ανάγκη να εξομοιώνωνται και οι νόμοι και οι ρήτορες και οι ιδιώται και καθένας απ' αυτούς να ενεργή σύμφωνα με τις διατάξεις του ισχύοντος πολιτεύματος. Για το πολίτευμα λοιπόν που είναι διεφθαρμένο στα χρόνια μας, δεν δείχνουμε κανένα ενδιαφέρον, ούτε και κάνουμε καμμιά σκέψη για να το επαναφέρουμε σε καλύτερη θέση, αλλ' όταν καθόμαστε και συζητούμε στα εργαστήρια, περιοριζόμαστε να κατηγορούμε τη σημερινή πολιτειακή ακαταστασία και υποστηρίζουμε ότι ποτέ κατά τη διάρκεια της Δημοκρατίας δεν είχαμε πιο άθλια διοίκηση, ενώ στην πραγματικότητα και μέσα μας ικανοποιούμεθα περισσότερο μ' αυτή παρά μ' εκείνη που εκληρονομήσαμε από τους προγόνους.

Τετάρτη 14 Απριλίου 2010

ΑΙΣΧΙΝΗ ΚΑΤΑ ΚΤΗΣΙΦΩΝΤΟΣ 3.9–12

Ο νόμος απαγορεύει να τιμώνται οι άρχοντες πριν λογοδοτήσουν
«Αναγκάζονταν λοιπόν οι δικαστές να ψηφίσουν όχι για να καταδικάσουν το έγκλημα που δίκαζαν εκείνη τη στιγμή, αλλά για να μη ντροπιάσουν το δήμο.  Όταν όμως κάποιος νομοθέτης αντιλήφθηκε την κατάσταση αυτή, θέσπισε νόμο πάρα πολύ σωστό, που απαγορεύει αυστηρά να στεφανώνονται όσοι είναι υποχρεωμένοι να λογοδοτήσουν».  

Αισχίνης

ΑΙΣΧΙΝΗ ΚΑΤΑ ΚΤΗΣΙΦΩΝΤΟΣ 3.9–12
Ο νόμος απαγορεύει να τιμώνται οι άρχοντες πριν λογοδοτήσουν
  Ο Αισχίνης με τον λόγο του αυτόν αντιστρατεύεται με γραφὴν παρανόμων στην πρόταση του Κτησιφώντα να τιμηθεί ο Δημοσθένης με χρυσό στεφάνι για τις υπηρεσίες του στην πόλη ενώ ακόμα ήταν άρχοντας. (βλ. την απάντηση του Δημοσθένη στον Περί του στεφάνου λόγο του) . Στο προοίμιον ο ρήτορας τόνισε την κρισιμότητα της απόφασης και την ανάγκη τήρησης των νόμων και κατέληξε καλώντας τους συμπολίτες του να μην επικυρώσουν το ψήφισμα του Κτησιφώντα ως παράνομο και επιβλαβές για την πόλη.


[9] Περὶ μὲν οὖν τῆς ὅλης κατηγορίας μετρίως μοι ἐλπίζω προειρῆσθαι· περὶ
δὲ αὐτῶν τῶν νόμων οἳ κεῖνταιπερὶ τῶν ὑπευθύνων, παρ’ οὓς τὸ ψήφισμα τυγχάνει γεγραφὼς Κτησιφῶν, διὰ βραχέων εἰπεῖν βούλομαι.
Ἐν γὰρ τοῖς ἔμπροσθεν χρόνοις ἄρχοντές τινες τὰς μεγίστας ἀρχὰς καὶ τὰς προσόδους διοικοῦντες, καὶ δωροδοκοῦντες περὶ ἕκαστα τούτων, προσλαμβάνοντες τούς τε ἐκ τοῦ βουλευτηρίου ῥήτορας καὶ τοὺς ἐκ τοῦ δήμου, πόρρωθεν προκατελάμβανον τὰς εὐθύνας ἐπαίνοις καὶ κηρύγμασιν, ὥστ’ ἐν ταῖς εὐθύναις εἰς τὴν μεγίστην μὲν ἀπορίαν ἀφικνεῖσθαι τοὺς κατηγόρους, πολὺ δὲ ἔτι μᾶλλον τοὺς δικαστάς.
[9] Σχετικά λοιπόν με την όλη κατηγορία νομίζω πως είναι αρκετά αυτά που είπα. Σχετικά όμως με τους νόμους που υπάρχουν γι' αυτούς που είναι υποχρεωμένοι να λογοδοτήσουν μετά τη λήξη της αρχής που διαχειρίστηκαν και τους οποίους παραβαίνοντας ο Κτησιφώντας έγραψε το ψήφισμά του, θέλω ν' αναφέρω λίγα λόγια.
Στα περασμένα χρόνια λοιπόν μερικοί άρχοντες, οι οποίοι αναλάμβαναν τα πιο μεγάλα αξιώματα και διαχειρίζονταν τα δημόσια έσοδα και οι οποίοι δωροδοκούνταν σε κάθε μια απ' τις περιπτώσεις αυτές, παίρνοντας με το μέρος τους τους ρήτορες της βουλής και του δήμου, πολύ πριν τελειώσει ο χρόνος της αρχής που διαχειρίζονταν, κατόρθωναν να εξασφαλίσουν ευνοϊκές προϋποθέσεις για τη λογοδοσία τους με τιμητικά ψηφίσματα κι επαίνους, ώστε την ώρα που λογοδοτούσαν για τη διαχείριση της αρχής που ανάλαβαν να βρίσκονται σε μεγάλη αμηχανία όσοι ήθελαν να τους κατηγορήσουν και πολύ περισσότερο οι δικαστές.
[10] πολλοὶ γὰρ πάνυ τῶν ὑπευθύνων, ἐπ’ αὐτοφώρῳ κλέπται τῶν δημοσίων χρημάτων ὄντες ἐξελεγχόμενοι, διεφύγγανον ἐκ τῶν
δικαστηρίων, εἰκότως· ᾐσχύνοντο γὰρ οἶμαι οἱ δικασταί, εἰ φανήσεται ὁ αὐτὸς ἀνὴρ ἐν τῇ αὐτῇ πόλει, πρώην μέν ποτε ἀναγορευόμενος ἐν τοῖς ἀγῶσιν, ὅτι στεφανοῦται ἀρετῆς ἕνεκα καὶ δικαιοσύνης ὑπὸ τοῦ δήμου χρυσῷ στεφάνῳ, ὁ δὲ αὐτὸς ἀνὴρ μικρὸν ἐπισχὼν ἔξεισιν ἐκ τοῦ δικαστηρίου κλοπῆς ἕνεκα τὰς εὐθύνας ὠφληκώς·
ὥστε ἠναγκάζοντο τὴν ψῆφον φέρειν 
οἱ δικασταί, οὐ περὶ τοῦ παρόντος ἀδικήματος, ἀλλ’ ὑπὲρ τῆς αἰσχύνης τοῦ δήμου.
[10] Γι' αυτό πολλοί απ' αυτούς που ήσαν υποχρεωμένοι να λογοδοτήσουν, αν και πιάνονταν επ' αυτοφώρω να κλέβουν τα χρήματα του δημοσίου, γλίτωναν απ' τα δικαστήρια, και πολύ φυσικά. Γιατί, νομίζω, οι δικαστές θεωρούσαν ντροπή να φανεί ο ίδιος άνδρας, στην ίδια πόλη, ίσως μάλιστα και στον ίδιο χρόνο, ότι προ ολίγου ανακηρύχθηκε στους θεατρικούς αγώνες πως στεφανώθηκε απ' το δήμο με χρυσό στεφάνι ένεκα της αρετής του και της δικαιοσύνης του και ύστερ' από λίγο ο ίδιος αυτός άνδρας να φανεί ότι βγαίνει απ' το δικαστήριο ύστερ' απ' τη λογοδοσία του καταδικασμένος για κλοπή δημοσίων χρημάτων. Αναγκάζονταν λοιπόν οι δικαστές να ψηφίσουν όχι για να καταδικάσουν το έγκλημα που δίκαζαν εκείνη τη στιγμή, αλλά για να μη ντροπιάσουν το δήμο.
[11] Κατιδὼν δή τις ταῦτα νομοθέτης τίθησι νόμον καὶ μάλα καλῶς ἔχοντα, διαρρήδην ἀπαγορεύοντα τοὺς ὑπευθύνους μὴ στεφανοῦν. καὶ ταῦτα οὕτως εὖ προκατειληφότος τοῦ νομοθέτου, εὕρηνται κρείττονες λόγοι τῶν νόμων, οὓς εἰ μή τις ὑμῖν ἐρεῖ, λήσετε ἐξαπατηθέντες.
τούτων γὰρ τῶν τοὺς ὑπευθύνους στεφανούντων παρὰ τοὺς νόμους οἱ μὲν φύσει μέτριοί εἰσιν, εἰ δή τις ἐστὶ μέτριος τῶν τὰ παράνομα γραφόντων, ἀλλ’ οὖν προβάλλονταί γέ τι πρὸ τῆς αἰσχύνης. προσγράφουσι γὰρ πρὸς τὰ ψηφίσματα στεφανοῦν τὸν ὑπεύθυνον «ἐπειδὰν λόγον καὶ εὐθύνας τῆς ἀρχῆς δῷ.»
[11] Όταν όμως κάποιος νομοθέτης αντιλήφθηκε την κατάσταση αυτή, θέσπισε νόμο πάρα πολύ σωστό, που απαγορεύει αυστηρά να στεφανώνονται όσοι είναι υποχρεωμένοι να λογοδοτήσουν. Εν τούτοις, αν και ο νομοθέτης πολύ καλά προνόησε γι' αυτά, έχουν επινοηθεί δικαιολογίες για να καταπατηθεί αυτός ο νόμος, τις οποίες αν κάποιος δεν σας τις υποδείξει, θα εξαπατηθείτε απ' αυτούς χωρίς να το καταλάβετε· γιατί, ανάμεσα σ' αυτούς που παράνομα προτείνουν να στεφανώνονται άρχοντες που δεν έχουν λογοδοτήσει, υπάρχουν μερικοί οι οποίοι από φυσικού τους είναι μετριοπαθείς, αν είναι βέβαια δυνατό να είναι μετριοπαθής κάποιος απ' αυτούς που προτείνουν παράνομα ψηφίσματα, αλλά καλύπτουν κάπως τη ντροπή της παρανομίας. Προσθέτουν δηλαδή στα ψηφίσματά τους να στεφανώνεται ο υπεύθυνος άρχοντας, αφού λογοδοτήσει για την αρχή που διαχειρίστηκε.
[12] Καὶ ἡ μὲν πόλις τὸ ἴσον ἀδίκημα ἀδικεῖται· προκαταλαμβάνονται γὰρ ἐπαίνοις καὶ στεφάνοις αἱ εὔθυναι· ὁ δὲ τὸ ψήφισμα γράφων ἐνδείκνυται τοῖς ἀκούουσιν, ὅτι γέγραφε μὲν παράνομα, αἰσχύνεται δὲ ἐφ’ οἷς ἡμάρτηκε. Κτησιφῶν δέ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ὑπερπηδήσας τὸν νόμον τὸν περὶ τῶν ὑπευθύνων κείμενον, καὶ τὴν πρόφασιν ἣν ἀρτίως προεῖπον ὑμῖν ἀνελών, πρὶν λόγον πρὶν εὐθύνας δοῦναι γέγραφε μεταξὺ Δημοσθένην ἄρχοντα στεφανοῦν. [12] Και η πόλη παθαίνει πάλι την ίδια αδικία, γιατί δημιουργούνται ευνοϊκές προϋποθέσεις για τη λογοδοσία με την πρόταση να επαινεθεί και να στεφανωθεί ο υπεύθυνος αλλ' αυτός που προτείνει το ψήφισμα δεν κρύβει απ' τους ακροατές του ότι πρότεινε παράνομες προτάσεις, ντρέπεται όμως για τα σφάλματα που έκανε. Ο Κτησιφώντας όμως, άνδρες Αθηναίοι, παραβαίνοντας το νόμο που υπάρχει για τους υπεύθυνους άρχοντες και χωρίς να προσθέσει τη δικαιολογία που εγώ προηγουμένως σας ανέφερα, πρότεινε να στεφανωθεί ο Δημοσθένης, πριν λογοδοτήσει για την αρχή που διαχειρίστηκε.

Δευτέρα 1 Μαρτίου 2010

Αριστοτέλους «Ηθικά Νικομάχεια» - Συνολική θεώρηση

[Ενότητες 1η – 10η, Σχολικό εγχειρίδιο – Γ΄ λυκείου (Θεωρητική κατεύθυνση)]


Ο προβληματισμός της φιλοσοφίας, ήδη από τα χρόνια του Σωκράτη, γύρω από τον άνθρωπο και την κοινωνία του κι όχι πια γύρω από τα φυσικά φαινόμενα και συγκεκριμένα η αναζήτηση των μέσων και των διόδων που θα οδηγούσαν τον άνθρωπο στην ευδαιμονία, επηρέασαν αποφασιστικά τόσο τη σκέψη όσο και τη γραφίδα του Αριστοτέλη.
Ορθολογιστής ο ίδιος απέκλεισε ευθύς εξαρχής την πιθανότητα να ανευρίσκει κανείς την ευτυχία στη στάση του αστάθμητου παράγοντα του πεπρωμένου. Για το σταγειρίτη φιλόσοφο που πίστευε ότι «η φύσις ουδέν ποιεί μάτην», η διττή υπόσταση της ανθρώπινης ψυχής που μετέχει και στο «άλογον» και στο «λόγον» σε αντίθεση με τα υπόλοιπα μέλη (εν. τα ζώα) του προσεχούς γένους του, που μετέχουν μόνο στο πρώτο (εν. το «άλογον»), ήταν ένα δεδομένο, που στόχο είχε, αν το κατηύθυνε σωστά, να τον οδηγήσει σε μια πλήρη και ολοκληρωμένη ζωή, σε ψυχική ισορροπία, την οποία ο ίδιος ονόμαζε ευδαιμονία. Διείδε δηλαδή ότι η αντίφαση που διακρίνει το ανθρώπινο είδος, καθώς ή φύση το εφοδίασε και με πάθη («αλογον») και με λογική («λόγον») έπρεπε να αρθεί και να εξομαλυνθεί. Με αυτή τη σκέψη κατάλαβε ότι, αφού η φύση μας εξόπλισε με κάτι αμφιλεγόμενο και ασύμφωνο, θα έπρεπε επειγόντως να αρχίσουμε μια προσπάθεια γεφύρωσης του χάσματος αυτού, για να μπορέσουμε να πορευτούμε με αρμονία την περιπέτεια της ζωής μας. Το πώς αυτό θα μπορούσε να γίνει προσπάθησε ο Αριστοτέλης να το διατυπώσει στα «Ηθικά Νικομάχεια».
Η εμπειρία και η παρατηρητικότητά του, του είχαν διδάξει ότι οι φυσικοί νόμοι που διέπουν τον κόσμο είναι ανεπίδεκτοι οποιασδήποτε επέμβασης και αλλαγής. Η δύναμη της βαρύτητας πάντα θα έλκει τα αντικείμενα προς τα κάτω, ενώ οι θερμές αέριες μάζες, ως ελαφρύτερες, πάντα θα καταλαμβάνουν έναν πιο ψηλό χώρο σε σχέση με τις πιο ψυχρές που είναι βαρύτερες (βλ. Ενότητα 1η –παράδειγμα με τη φωτιά). Αυτοί οι κανόνες είναι απαρέγκλιτοι και μη αναστρέψιμοι. Το ήθος όμως, ο χαρακτήρας του ανθρώπου μπορεί να παρουσιάσει αλλαγές× αυτό επιβεβαιώνει και η ετυμολόγηση της λέξης, που σχετίζεται με τη λέξη «έθος»(= συνήθεια). Το συμπέρασμα που προκύπτει αβίαστα στην 1η ενότητα, είναι πως, ό,τι υπόκειται σε συνήθεια, μπορεί να τροποποιηθεί και επομένως κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί και με την προσωπικότητα (το ανθρώπινο ήθος).
Το ίδιο υποστηρίζεται σε γενικές γραμμές και στη 2η διδακτική ενότητα× οι φυσικές ιδιότητες, όπως οι αισθήσεις, υπάρχουν στην πλήρη τους μορφή -με τη γέννηση ενός ατόμου- και λειτουργούν αυτόματα (ύπαρξις - ενέργεια). Η ηθική αρετή που λαξεύει τον άνθρωπο στο αγαθό προσιδιάζει στις τέχνες κι όχι στις αισθήσεις. Κανείς δε γεννιέται τεχνίτης, πρέπει να μοχθήσει, να κοπιάσει, να εξασκήσει την τέχνη που επέλεξε να υπηρετήσει, για να φέρει και την ιδιότητα ενός συγκεκριμένου τεχνίτη (ενέργεια - ύπαρξις). Εδώ όμως ανακύπτει ένα εύλογο ερώτημα: πώς να εξασκήσει κανείς μια τέχνη ή πώς να ασκηθεί κανείς στην ηθική αρετή, αφού, στην αρχή τουλάχιστον της προσπάθειάς του, δε γνωρίζει τους κανόνες της τέχνης του ή ποιες πράξεις είναι ηθικές κι όχι αντίστοιχα; στην περίπτωση των τεχνών προϋποτίθεται η ύπαρξη κάποιων ειδικών γνώσεων και ακολουθεί η κατά γράμμα εκτέλεσή τους. Η περίπτωση όμως των ηθικών αρετών είναι διαφορετική, αν και ο αγώνας για την κατάκτησή τους είναι μοναχικός και ατομικός, στην αφετηρία του τουλάχιστον, ο άνθρωπος δεν είναι εντελώς ανερμάτιστος. Η προσπάθεια που ξεκινάει πρέπει να είναι αποτέλεσμα συνειδητοποίησης (να είναι δηλαδή ειδώς), επιλογής και προτίμησης (προαιρέσεως) και απαιτεί από το υποκείμενο του έργου να είναι σταθερός και αμετάβλητος (να προχωρά δηλαδή βεβαίως και αμετακινήτως). Σημειώνεται βέβαια σ’ αυτό το σημείο ότι, όσο αυτόνομα κι αν κινείται το άτομο, πάντα υπάρχει η περίπτωση εκτροπής από την πορεία του. Ο Αριστοτέλης θα προσφέρει, για να εκμηδενιστεί κι αυτή η πιθανότητα, σε επόμενη ενότητα, μια ευαίσθητη πυξίδα ασφαλούς προσανατολισμού…
Το γεγονός ότι «ουδεμία των ηθικών αρετών φύσει ημίν εγγίνεται» κι ότι αυτές είναι αποτέλεσμα σκληρής προσπάθειας και εθισμού, καταδεικνύεται και στην 3η ενότητα, η οποία δε θα ήταν παρακινδυνευμένο να πούμε μας προετοιμάζει και για τις απόψεις που θα διατυπωθούν στα «Πολιτικά» του Αριστοτέλη, αφού εδώ, όπως κι εκεί, εξετάζει την ηθική αρετή στα πλαίσια της πόλης. Στο συγκεκριμένο τώρα απόσπασμα των «Ηθικών Νικομαχείων» τον εθισμό αναλαμβάνουν οι νομοθέτες που επιδιώκουν να οδηγήσουν τα άτομα, ως πολίτες πια, στην ηθική αρετή, με τη σκέψη ότι άνθρωποι που δράττουν την προσωπική τους ευδαιμονία, συμβάλλουν αποφασιστικά και στην ευδαιμονία του κοινωνικού οργανισμού μέσα στον οποίο ζουν. Μολονότι όμως οι προθέσεις των εκάστοτε νομοθετών είναι αγαθές και οι νόμοι τους αποβλέπουν στην κοινωνική ευρυθμία, δεν επιτυγχάνουν όλοι στις επιδιώξεις τους. Δε φτάνει, λέει ο συγγραφέας του έργου, η ποιότητα των προθέσεων, αλλά η ποιότητα του εθισμού, που, αν είναι καλός, οι πολίτες θα γίνουν ηθικά ενάρετοι και η πολιτεία ευημερούσα, αν όχι, τα πολιτικά και πολιτειακά δεδομένα θα εμφανίζουν τρωτά σημεία, άλλα λιγότερα κι άλλα περισσότερα, πάντως θα είναι φαύλα, όχι καλά. Αξίζει να προσέξουμε σ’ αυτό το σημείο ότι η ηθική αρετή μπορεί να είναι ο απότοκος ενός προσωπικού αγωνίσματος, η πορεία όμως της προσπάθειας χρειάζεται κι έναν δάσκαλό – συνοδοιπόρο, που μέσα στην πόλη είναι ο νομοθέτης.
Με την ποιότητα του εθισμού καταπιάνεται ο Αριστοτέλης και στην 4η ενότητα, όπου, για να καταδείξει τη σπουδαιότητά της, αναφέρει συγκεκριμένα παραδείγματα ηθικών αρετών και αποκλίσεών τους. Το νέο στοιχείο που εισάγει είναι ότι ο καλός εθισμός θα οδηγήσει όχι μόνο στη διαμόρφωση ενός ενάρετου χαρακτήρα αλλά και στη σωστή στάση του ατόμου απέναντι στις συναισθηματικές διαθέσεις («πάθη»). Ας μην ξεχνάμε εξάλλου ότι η ηθική αρετή είναι για το φιλόσοφο από τα «γινόμενα εν τη ψυχή» και πιο συγκεκριμένα από αυτά που λαμβάνουν χώρα στο «επιθυμητικόν μέρος» που μετέχει και του αλόγου έχοντος και του λόγου. Ο ηθικά ενάρετος καταφέρνει να εξισορροπεί τα δύο παραπάνω τμήματα του επιθυμητικού και χωρίς να καταλήγει στην απάθεια και την περιστολή της εκδήλωσης των συναισθηματιών του διαθέσεων, που θα σήμαινε την κατάργηση της ανθρώπινης υπόστασής του, μαθαίνει να εκδηλώνεται συναισθηματικά με γνώμονα αυτό που κάθε φορά υπαγορεύει η συνείδηση του ηθικά ενάρετου (βλ. και ενότητα 9η). Όλα αυτά τα καταφέρνει κανείς με την καθημερινή του τριβή με τους άλλους ανθρώπους του περιβάλλοντός του. Όσο νωρίτερα στην ηλικία αρχίζει ο άνθρωπος τον καλό εθισμό τόσο πιο θεαματικά θα είναι τα αποτελέσματα. Κορωνίδα της όλης προσπάθειας θα είναι η διαμόρφωση των έξεων (των μόνιμων ιδιοτήτων του χαρακτήρα) που, αν έχουν σφυρηλατηθεί πάνω σε καλές ενέργειες, θα έχουν κι αυτές την ανάλογη ιδιότητα.
Καλές ενέργειες οδηγούν σε καλές έξεις, που άπαξ και τις κατακτήσει ο άνθρωπος παύει τον επίπονο αγώνα του και δρέπει τους καρπούς της προσπάθειάς του, αισθάνεται μόνιμα την ανάγκη να λειτουργεί στα πλαίσια του ενάρετου και βιώνει ένα αίσθημα εσωτερικής πληρότητας και χαράς. Χαρά και ευχαρίστηση μπορεί όμως να αισθάνεται και κάποιος που παραδίδεται άνευ όρων στα πάθη του. Σε καμιά περίπτωση όμως δε μιλάμε για το ίδιο πράγμα× ο Αριστοτέλης διαχωρίζει τις ηδονές σε καλές και κακές. Οι πρώτες είναι αποτέλεσμα μιας προσπάθειας που βασίστηκε σε πράξεις που εκτελούνται με ηθικά κριτήρια και δεσμεύσεις, ενώ οι δεύτερες προέρχονται από την υποταγή του ανθρώπου στα πάθη του και στο άλογον μέρος της ψυχής. Οι πρώτες, οι καλές ηδονές δίνουν το διαβατήριο στον άνθρωπο να συναντήσει αυτό για το οποίο τον προόριζε η φύση, όταν τον εφοδίαζε με τη λογική, ενώ οι δεύτερες, οι κακές ηδονές, οδηγούν σε μια παθητική στασιμότητα, εξαχρειώνουν την έννοια του ανθρώπου και τον αποτελματώνουν σε μία κατάσταση που είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς σε τι αυτός διαφοροποιείται από τα υπόλοιπα μέλη του προσεχούς γένους του (ζώα) (Ενότητα 5η).
Η ειδοποιός διαφορά του ανθρώπου από τα ζώα γίνεται αντιληπτή μόνο με την κατάκτηση της ηθικής αρετής× αυτή δικαιώνει στην ουσία της την έννοια του ανθρώπου και τον οδηγεί στην άρτια εκτέλεση του φυσικού του προορισμού. Κάθε φυσικό ον έχει εξάλλου κι έναν προορισμό και μόνο με την κατάκτηση της αρετής, που αναλογεί σ’ αυτό, μπορεί και τον εκπληρώνει, διαφορετικά αποτυγχάνει στη φυσική του αποστολή, φέρει φαινομενικά ένα όνομα, αφού στην ουσία του, μένοντας μακριά από το έργο που όφειλε να εκπληρώσει, απαξιώνει την ίδια του την ύπαρξη. Τα παραδείγματα της 6η ενότητας είναι πολύ εύγλωττα στην υποστήριξη των παραπάνω θέσεων.
 Ήδη από την 5η ενότητα ο Αριστοτέλης ξεκίνησε να προσδίδει τα επιμέρους χαρακτηριστικά της ηθικής αρετής επιμένοντας σ’ αυτό της έξεως. Με την 7η ενότητα η αρετή χαρακτηρίζεται μεσότητα και διευκρινίζεται ότι αυτή είναι υποκειμενική (προς ημάς) κι όχι αντικειμενική (κατά το πράγμα), ποιοτική κι όχι ποσοτική. Διαφέρει λοιπόν από άνθρωπο σε άνθρωπο, καθώς δεν εντοπίζεται με μαθηματικά κριτήρια αλλά η ανεύρεσή της εξαρτάται από τις φυσικές ροπές του ατόμου, από τις περιστάσεις και συγκυρίες της ζωής του (καιρός και χρόνος), από τα κοινωνικά δεδομένα στα οποία ζει κ.λ.π. Πολλοί έσπευσαν να χαρακτηρίσουν σ’ αυτό το σημείο τον Αριστοτέλη σχετικοκράτη, αφού, όπως και οι σοφιστές, φαίνεται να διατείνεται ότι κάθε άνθρωπος, αρκεί να συνεκτιμήσει τα προσωπικά του δεδομένα και να ριχτεί στην προσπάθεια κατάκτησής της, αφού πρόκειται για μια έννοια ρευστή και γι’ αυτό δεν μπορεί να είναι μία και μοναδική. Οι υποστηρικτές αυτής της άποψης όμως παρέλειψαν να προσέξουν ότι ο άνθρωπος που θέλει να την κάνει κτήμα του πρέπει να έχει ως βοηθό ένα κριτήριο που διασφαλίζει την αντικειμενικότητα αυτής της μεσότητας. Πρόκειται για τον «ορθόν λόγον» ή, με άλλα λόγια, για τη λογική του φρόνιμου ανθρώπου, βάσει της οποίας πορεύεται κανείς τον κακοτράχαλο δρόμο προς την αρετή. Στα πρώτα τουλάχιστον βήματα βοηθός του μπορεί να είναι κάποιος που είναι ο ίδιος φορέας αυτής της λογικής και, όπως ο προπονητής σ’ ένα γυμναστήριο καθορίζει την προσωπική μεσότητα του κάθε αθλητή του, στην ποσότητα του φαγητού που πρέπει να καταναλώνει, έτσι κι ο φρόνιμος μπορεί να δίνει τον προσανατολισμό στον επίδοξο θηρευτή της ηθικής αρετής.
Την έννοια της υποκειμενικής μεσότητας την ξανασυναντάμε στην 8η ενότητα. Σε μια απόπειρα να αποδειχθεί ότι αυτή είναι ταυτόχρονα και μία άρτια κατάσταση, μια τελειότητα, συγκρίνεται η τέχνη τόσο με τη φύση όσο και με την ηθική αρετή. Κοινός παρονομαστής και των τριών είναι ότι μορφοποιούν ένα υλικό. Η τέχνη μιμούμενη τη φύση επιδιώκει να αποδώσει την τελειότητα που υπάρχει σ’  αυτή. Όταν το καταφέρνει φτάνει στο μέσον, το «μέτρον άριστον», το «μηδέν άγαν» των αρχαίων. Το γεγονός όμως ότι το αποτέλεσμα είναι «απείκασμα», «είδωλο» της τελειότητας που υπάρχει στη φύση, θέτει το καλλιτεχνικό ή τεχνητό έργο σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με το φυσικό. Εξάλλου η φύση αντιγράφει στιγμές του φυσικού κόσμου, ο οποίος όμως ποτέ δε σταματά να αποκαλύπτει τέλειες μορφές. Στη σύγκριση τέχνης και ηθικής αρετής, η δεύτερη πάλι ξεπερνά την πρώτη - το υλικό στο οποίο επεμβαίνει ένας τεχνίτης είναι άψυχο, σε αντίθεση με την επέμβαση στο ήθος του ανθρώπου που ως κάτι έμψυχο χρειάζεται λεπτούς χειρισμούς. Ας τολμήσουμε σ’ αυτό το σημείο να τονίσουμε ότι η μορφοποίηση και η εναρμόνιση των αντιμαχόμενων τάσεων της ψυχής του ανθρώπου είναι κι αυτές ένα ξεδίπλωμα μιας φυσικής μορφής προς την τελειότητα. Ενώ όμως η φύση αενάως μεταπίπτει από τη μια τέλεια κατάσταση στην άλλη, η ηθική αρετή είναι μια «τελειότης φύσεως» και μια «κατορθωμένη φύσις», για να θυμηθούμε τον αριστοτελικό σχολιαστή Ασπάσιο, μια στιγμή δηλαδή που τίποτα δεν έχει να της προσθέσει ή να της αφαιρέσει κανείς. Ο φορέας της μπορεί στο εξής ακονιτί και αβίαστα να την εξασκεί αντλώντας ένα μόνιμο αίσθημα ευχαρίστησης. Ένας τέτοιος άνθρωπος μπορεί να βοηθήσει ακόμη και τη φύση στην ολοκλήρωση του έργου της, μέσω των «τεχνών», της τεχνικής δεξιότητας που από έναν «καλό» άνθρωπο τίθενται στην υπηρεσία του αγαθού.
Προείπαμε ήδη ότι μεσότητα στην ηθική αρετή είναι τελικά η σωστή στάση που τηρεί κανείς απέναντι στα πάθη, το «άλογον» μέρος της ψυχής. Όταν κανείς σταθμίζει τις αντιδράσεις του σύμφωνα με τη δεοντολογία των καταστάσεων και των συγκυριών, δρα σωστά («κατορθούται») και συγκεντρώνει τον έπαινο («επαινείται») του περιβάλλοντος του. Ηπιότερη (έλλειψη) η εντονότερη (υπερβολή) συναισθηματική έκφραση οδηγεί στο λάθος («αμαρτάνεται») και επιφέρει την κοινωνική κατακραυγή («ψέγεται») [Ενότητα 9η].
 Για να ανακεφαλαιώσει ο Αριστοτέλης (Ενότητα 10η), αναθυμάται τη διδασκαλία των Πυθαγορείων, που υποστήριζαν ότι η αρχή πάντων είναι τα εναντία, δέκα αντιθετικά ζεύγη εννοιών που τοποθετούνται σε δύο στοίχους με προεξάρχοντα στον πρώτο το «αγαθόν» και στο δεύτερο το «κακόν». Οι σύστοιχες του αγαθού έννοιες είναι φυσικά οι θετικές. Παρατηρώντας ο Αριστοτέλης ότι το «αγαθόν» τοποθετείται μαζί με το «άπειρον» δε δυσκολεύεται να παρατηρήσει πόσο εύκολα μπορεί κανείς να εξοκείλει της πορείας και να βρεθεί είτε στην τροχιά της υπερβολής ή της έλλειψης, πόσο δύσκολη είναι η ανεύρεση της ηθικής αρετής και πόση αυταπάρνηση και αφοσίωση απαιτεί ο αγώνας για την ανίχνευσή της. Μια μικρή παράκαμψη στο δρόμο προς το αγαθό και βρίσκεται κανείς είτε στην υπερβολική είτε στην ελλειμματική κατάσταση.
 Ώρα όμως για τον ορισμό. Τελικά η ηθική αρετή είναι μια μεσότητα που ο καθορισμός της βασίζεται σε υποκειμενικά δεδομένα, την επιλέγει ελεύθερα ο άνθρωπος, αφού κανείς δεν πρόκειται να τη συναντήσει, αν το έργο αυτό του ανατεθεί καταναγκαστικά. Μπούσουλα στην πορεία του προς αυτήν δεν έχει μόνο τα στοιχεία της ιδιοσυγκρασίας του και της ζωής του αλλά τη λογική του φρόνιμου ανθρώπου. Όποιος κατορθώνει να εκδηλώνει, με βοηθό αυτήν τα συναισθήματα και τις πράξεις του, φτάνει στο τέλος του, στη μεσότητα της ηθικής αρετής.

Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2010

Πλάτωνα «Συμπόσιον» - Περί Έρωτος Λόγος Διοτίμας


Το συμπόσιο του Πλάτωνα του Άνσελμ Φόιερμπαχ.
 Κείμενο
 XXII. [201d] Καὶ σὲ μέν γε ἤδη ἐάσω· τὸν δὲ λόγον τὸν περὶ τοῦ Ἔρωτος, ὅν ποτ᾽ ἤκουσα γυναικὸς Μαντινικῆς Διοτίμας, ἣ ταῦτά τε σοφὴ ἦν καὶ ἄλλα πολλά, καὶ Ἀθηναίοις ποτὲ θυσαμένοις πρὸ τοῦ λοιμοῦ δέκα ἔτη ἀναβολὴν ἐποίησε τῆς νόσου, ἣ δὴ καὶ ἐμὲ τὰ ἐρωτικὰ ἐδίδαξεν,— ὃν οὖν ἐκείνη ἔλεγε λόγον, πειράσομαι ὑμῖν διελθεῖν ἐκ τῶν ὡμολογημένων ἐμοὶ καὶ Ἀγάθωνι, αὐτὸς ἀπ᾽ ἐμαυτοῦ, ὅπως ἂν δύνωμαι. δεῖ δή, ὦ Ἀγάθων, ὥσπερ σὺ διηγήσω, διελθεῖν [201e] αὐτὸν πρῶτον, τίς ἐστιν ὁ Ἔρως καὶ ποῖός τις, ἔπειτα τὰ ἔργα αὐτοῦ. δοκεῖ οὖν μοι ῥᾷστον εἶναι οὕτω διελθεῖν, ὥς ποτέ με ἡ ξένη ἀνακρίνουσα διῄει. σχεδὸν γάρ τι καὶ ἐγὼ πρὸς αὐτὴν ἕτερα τοιαῦτα ἔλεγον οἷάπερ νῦν πρὸς ἐμὲ Ἀγάθων, ὡς εἴη ὁ Ἔρως μέγας θεός, εἴη δὲ τῶν καλῶν· ἤλεγχε δή με τούτοις τοῖς λόγοις οἷσπερ ἐγὼ τοῦτον, ὡς οὔτε καλὸς εἴη κατὰ τὸν ἐμὸν λόγον οὔτε ἀγαθός. καὶ ἐγώ, Πῶς λέγεις, ἔφην, ὦ Διοτίμα; αἰσχρὸς ἄρα ὁ Ἔρως ἐστὶ καὶ κακός; καὶ ἥ, Οὐκ εὐφημήσεις; ἔφη· ἢ οἴει, ὅτι ἂν μὴ καλὸν ᾖ, ἀναγκαῖον αὐτὸ εἶναι αἰσχρόν; [202a] Μάλιστά γε. Ἦ καὶ ἂν μὴ σοφόν, ἀμαθές; ἢ οὐκ ᾔσθησαι ὅτι ἔστιν τι μεταξὺ σοφίας καὶ ἀμαθίας; Τί τοῦτο; Τὸ ὀρθὰ δοξάζειν καὶ ἄνευ τοῦ ἔχειν λόγον δοῦναι οὐκ οἶσθ᾽, ἔφη, ὅτι οὔτε ἐπίστασθαί ἐστιν (ἄλογον γὰρ πρᾶγμα πῶς ἂν εἴη ἐπιστήμη;) οὔτε ἀμαθία (τὸ γὰρ τοῦ ὄντος τυγχάνον πῶς ἂν εἴη ἀμαθία;) ἔστι δὲ δή που τοιοῦτον ἡ ὀρθὴ δόξα, μεταξὺ φρονήσεως καὶ ἀμαθίας. Ἀληθῆ, ἦν δ᾽ ἐγώ, λέγεις. [202b] Μὴ τοίνυν ἀνάγκαζε ὃ μὴ καλόν ἐστιν αἰσχρὸν εἶναι, μηδὲ ὃ μὴ ἀγαθόν, κακόν. οὕτω δὲ καὶ τὸν Ἔρωτα ἐπειδὴ αὐτὸς ὁμολογεῖς μὴ εἶναι ἀγαθὸν μηδὲ καλόν, μηδέν τι μᾶλλον οἴου δεῖν αὐτὸν αἰσχρὸν καὶ κακὸν εἶναι, ἀλλά τι μεταξύ, ἔφη, τούτοιν. Καὶ μήν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὁμολογεῖταί γε παρὰ πάντων μέγας θεὸς εἶναι; Τῶν μὴ εἰδότων, ἔφη, πάντων λέγεις, ἢ καὶ τῶν εἰδότων; Ξυμπάντων μὲν οὖν. καὶ ἣ γελάσασα· Καὶ πῶς ἄν, ἔφη, ὦ Σώκρατες, [202c] ὁμολογοῖτο μέγας θεὸς εἶναι παρὰ τούτων, οἵ φασιν αὐτὸν οὐδὲ θεὸν εἶναι; Τίνες οὗτοι; ἦν δ᾽ ἐγώ. Εἷς μέν, ἔφη, σύ, μία δ᾽ ἐγώ. κἀγὼ εἶπον· Πῶς τοῦτο, ἔφην, λέγεις; καὶ ἥ, Ῥᾳδίως, ἔφη. λέγε γάρ μοι, οὐ πάντας θεοὺς φῂς εὐδαίμονας εἶναι καὶ καλούς; ἢ τολμήσαις ἄν τινα μὴ φάναι καλόν τε καὶ εὐδαίμονα θεῶν εἶναι; Μὰ Δί᾽ οὐκ ἔγωγ᾽, ἔφην. Εὐδαίμονας δὲ δὴ λέγεις οὐ τοὺς τἀγαθὰ καὶ τὰ καλὰ κεκτημένους; Πάνυ γε. [202d] Ἀλλὰ μὴν Ἔρωτά γε ὡμολόγηκας δι᾽ ἔνδειαν τῶν ἀγαθῶν καὶ καλῶν ἐπιθυμεῖν αὐτῶν τούτων ὧν ἐνδεής ἐστιν. Ὡμολόγηκα γάρ. Πῶς ἂν οὖν θεὸς εἴη ὅ γε τῶν καλῶν καὶ ἀγαθῶν ἄμοιρος; Οὐδαμῶς, ὥς γ᾽ ἔοικεν. Ὁρᾷς οὖν, ἔφη, ὅτι καὶ σὺ ἔρωτα οὐ θεὸν νομίζεις;

          XXIII. Τί οὖν ἄν, ἔφην, εἴη ὁ Ἔρως; θνητός; Ἥκιστά γε. Ἀλλὰ τί μήν; Ὥσπερ τὰ πρότερα, ἔφη, μεταξὺ θνητοῦ καὶ ἀθανάτου. Τί οὖν, ὦ Διοτίμα; Δαίμων μέγας, ὦ Σώκρατες· καὶ γὰρ πᾶν τὸ δαιμόνιον [202e] μεταξύ ἐστι θεοῦ τε καὶ θνητοῦ. Τίνα, ἦν δ᾽ ἐγώ, δύναμιν ἔχον; Ἑρμηνεῦον καὶ διαπορθμεῦον θεοῖς τὰ παρ᾽ ἀνθρώπων καὶ ἀνθρώποις τὰ παρὰ θεῶν, τῶν μὲν τὰς δεήσεις καὶ θυσίας, τῶν δὲ τὰς ἐπιτάξεις τε καὶ ἀμοιβὰς τῶν θυσιῶν, ἐν μέσῳ δὲ ὂν ἀμφοτέρων συμπληροῖ, ὥστε τὸ πᾶν αὐτὸ αὑτῷ ξυνδεδέσθαι. διὰ τούτου καὶ ἡ μαντικὴ πᾶσα χωρεῖ καὶ ἡ τῶν ἱερέων τέχνη τῶν τε περὶ τὰς θυσίας καὶ τελετὰς [203a] καὶ τὰς ἐπῳδὰς καὶ τὴν μαντείαν πᾶσαν καὶ γοητείαν. θεὸς δὲ ἀνθρώπῳ οὐ μίγνυται, ἀλλὰ διὰ τούτου πᾶσά ἐστιν ἡ ὁμιλία καὶ ἡ διάλεκτος θεοῖς πρὸς ἀνθρώπους, καὶ ἐγρηγορόσι καὶ καθεύδουσι· καὶ ὁ μὲν περὶ τὰ τοιαῦτα σοφὸς δαιμόνιος ἀνήρ, ὁ δὲ ἄλλο τι σοφὸς ὢν ἢ περὶ τέχνας ἢ χειρουργίας τινὰς βάναυσος. οὗτοι δὴ οἱ δαίμονες πολλοὶ καὶ παντοδαποί εἰσιν, εἷς δὲ τούτων ἐστὶ καὶ ὁ Ἔρως. Πατρὸς δέ, ἦν δ᾽ ἐγώ, τίνος ἐστὶ καὶ μητρός; [203b] Μακρότερον μέν, ἔφη, διηγήσασθαι· ὅμως δέ σοι ἐρῶ. ὅτε γὰρ ἐγένετο ἡ Ἀφροδίτη, εἱστιῶντο οἱ θεοὶ οἵ τε ἄλλοι καὶ ὁ τῆς Μήτιδος ὑὸς Πόρος. ἐπειδὴ δὲ ἐδείπνησαν, προσαιτήσουσα οἷον δὴ εὐωχίας οὔσης ἀφίκετο ἡ Πενία, καὶ ἦν περὶ τὰς θύρας. ὁ οὖν Πόρος μεθυσθεὶς τοῦ νέκταρος, οἶνος γὰρ οὔπω ἦν, εἰς τὸν τοῦ Διὸς κῆπον εἰσελθὼν βεβαρημένος ηὗδεν. ἡ οὖν Πενία ἐπιβουλεύουσα διὰ τὴν αὑτῆς ἀπορίαν παιδίον ποιήσασθαι ἐκ τοῦ Πόρου, κατακλίνεταί [203c] τε παρ᾽ αὐτῷ καὶ ἐκύησε τὸν ἔρωτα. διὸ δὴ καὶ τῆς Ἀφροδίτης ἀκόλουθος καὶ θεράπων γέγονεν ὁ Ἔρως, γεννηθεὶς ἐν τοῖς ἐκείνης γενεθλίοις, καὶ ἅμα φύσει ἐραστὴς ὢν περὶ τὸ καλὸν καὶ τῆς Ἀφροδίτης καλῆς οὔσης. ἅτε οὖν Πόρου καὶ Πενίας ὑὸς ὢν ὁ Ἔρως ἐν τοιαύτῃ τύχῃ καθέστηκεν. πρῶτον μὲν πένης ἀεί ἐστι, καὶ πολλοῦ δεῖ ἁπαλός τε καὶ καλός, οἷον οἱ πολλοὶ οἴονται, ἀλλὰ σκληρὸς [203d] καὶ αὐχμηρὸς καὶ ἀνυπόδητος καὶ ἄοικος, χαμαιπετὴς ἀεὶ ὢν καὶ ἄστρωτος, ἐπὶ θύραις καὶ ἐν ὁδοῖς ὑπαίθριος κοιμώμενος, τὴν τῆς μητρὸς φύσιν ἔχων, ἀεὶ ἐνδείᾳ ξύνοικος. κατὰ δὲ αὖ τὸν πατέρα ἐπίβουλός ἐστι τοῖς καλοῖς καὶ τοῖς ἀγαθοῖς, ἀνδρεῖος ὢν καὶ ἴτης καὶ σύντονος, θηρευτὴς δεινός, ἀεί τινας πλέκων μηχανάς, καὶ φρονήσεως ἐπιθυμητὴς καὶ πόριμος, φιλοσοφῶν διὰ παντὸς τοῦ βίου, δεινὸς γόης καὶ φαρμακεὺς καὶ σοφιστής· καὶ οὔτε ὡς [203e] ἀθάνατος πέφυκεν οὔτε ὡς θνητός, ἀλλὰ τοτὲ μὲν τῆς αὐτῆς ἡμέρας θάλλει τε καὶ ζῇ, ὅταν εὐπορήσῃ, τοτὲ δὲ ἀποθνῄσκει, πάλιν δὲ ἀναβιώσκεται διὰ τὴν τοῦ πατρὸς φύσιν, τὸ δὲ ποριζόμενον ἀεὶ ὑπεκρεῖ· ὥστε οὔτε ἀπορεῖ Ἔρως ποτὲ οὔτε πλουτεῖ, σοφίας τε αὖ καὶ ἀμαθίας ἐν μέσῳ ἐστίν. [204a] ἔχει γὰρ ὧδε. θεῶν οὐδεὶς φιλοσοφεῖ οὐδ᾽ ἐπιθυμεῖ σοφὸς γενέσθαι· ἔστι γάρ· οὐδ᾽ εἴ τις ἄλλος σοφός, οὐ φιλοσοφεῖ· οὐδ᾽ αὖ οἱ ἀμαθεῖς φιλοσοφοῦσιν οὐδ᾽ ἐπιθυμοῦσι σοφοὶ γενέσθαι· αὐτὸ γὰρ τοῦτό ἐστι χαλεπὸν ἀμαθία, τὸ μὴ ὄντα καλὸν κἀγαθὸν μηδὲ φρόνιμον δοκεῖν αὑτῷ εἶναι ἱκανόν· οὔκουν ἐπιθυμεῖ ὁ μὴ οἰόμενος ἐνδεὴς εἶναι οὗ ἂν μὴ οἴηται ἐπιδεῖσθαι. Τίνες οὖν, ἔφην ἐγώ, ὦ Διοτίμα, οἱ φιλοσοφοῦντες, εἰ μήτε οἱ σοφοὶ μήτε οἱ ἀμαθεῖς; [204b] Δῆλον δή, ἔφη, τοῦτό γε ἤδη καὶ παιδί, ὅτι οἱ μεταξὺ τούτων ἀμφοτέρων, ὧν αὖ καὶ ὁ Ἔρως. ἔστι γὰρ δὴ τῶν καλλίστων ἡ σοφία, Ἔρως δ᾽ ἐστὶν ἔρως περὶ τὸ καλόν, ὥστε ἀναγκαῖον Ἔρωτα φιλόσοφον εἶναι, φιλόσοφον δὲ ὄντα μεταξὺ εἶναι σοφοῦ καὶ ἀμαθοῦς. αἰτία δὲ αὐτῷ καὶ τούτων ἡ γένεσις· πατρὸς μὲν γὰρ σοφοῦ ἐστί καὶ εὐπόρου, μητρὸς δὲ οὐ σοφῆς καὶ ἀπόρου· ἡ μὲν οὖν φύσις τοῦ δαίμονος, ὦ φίλε Σώκρατες, αὕτη· ὃν δὲ σὺ ᾠήθης Ἔρωτα [204c] εἶναι, θαυμαστὸν οὐδὲν ἔπαθες. ᾠήθης δέ, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ τεκμαιρομένῃ ἐξ ὧν σὺ λέγεις, τὸ ἐρώμενον Ἔρωτα εἶναι, οὐ τὸ ἐρῶν· διὰ ταῦτά σοι οἶμαι πάγκαλος ἐφαίνετο ὁ Ἔρως. καὶ γὰρ ἔστι τὸ ἐραστὸν τὸ τῷ ὄντι καλὸν καὶ ἁβρὸν καὶ τέλεον καὶ μακαριστόν· τὸ δέ γε ἐρῶν ἄλλην ἰδέαν τοιαύτην ἔχον, οἵαν ἐγὼ διῆλθον.

          XXIV. Καὶ ἐγὼ εἶπον· Εἶεν δή, ὦ ξένη· καλῶς γὰρ λέγεις· τοιοῦτος ὢν ὁ Ἔρως τίνα χρείαν ἔχει τοῖς ἀνθρώποις; [204d] Τοῦτο δὴ μετὰ ταῦτ᾽, ἔφη, ὦ Σώκρατες, πειράσομαί σε διδάξαι. ἔστι μὲν γὰρ δὴ τοιοῦτος καὶ οὕτω γεγονὼς ὁ Ἔρως, ἔστι δὲ τῶν καλῶν, ὡς σὺ φῄς. εἰ δέ τις ἡμᾶς ἔροιτο· τί τῶν καλῶν ἐστιν ὁ Ἔρως, ὦ Σώκρατές τε καὶ Διοτίμα; ὧδε δὲ σαφέστερον ἐρῶ· ὁ ἐρῶν τῶν καλῶν τί ἐρᾷ; καὶ ἐγὼ εἶπον ὅτι· Γενέσθαι αὑτῷ. Ἀλλ᾽ ἐπιποθεῖ, ἔφη, ἡ ἀπόκρισις ἐρώτησιν τοιάνδε· τί ἔσται ἐκείνῳ ᾧ ἂν γένηται τὰ καλά; Οὐ πάνυ ἔφην ἔτι ἔχειν ἐγὼ πρὸς ταύτην τὴν ἐρώτησιν προχείρως ἀποκρίνασθαι. [204e] Ἀλλ᾽, ἔφη, ὥσπερ ἂν εἴ τις μεταβαλὼν ἀντὶ τοῦ καλοῦ τῷ ἀγαθῷ χρώμενος πυνθάνοιτο· φέρε, ὦ Σώκρατες, ἐροιτο· ὁ ἐρῶν τῶν ἀγαθῶν· τί ἐρᾷ; Γενέσθαι, ἦν δ᾽ ἐγώ, αὑτῷ. Καὶ τί ἔσται ἐκείνῳ ᾧ ἂν γένηται τἀγαθά; Τοῦτ᾽ εὐπορώτερον, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἔχω ἀποκρίνασθαι, ὅτι εὐδαίμων ἔσται. [205a] Κτήσει γάρ, ἔφη, ἀγαθῶν οἱ εὐδαίμονες εὐδαίμονες, καὶ οὐκέτι προσδεῖ ἐρέσθαι ἵνα τί δὲ βούλεται εὐδαίμων εἶναι ὁ βουλόμενος, ἀλλὰ τέλος δοκεῖ ἔχειν ἡ ἀπόκρισις. Ἀληθῆ λέγεις, εἶπον ἐγώ. Ταύτην δὴ τὴν βούλησιν καὶ τὸν ἔρωτα τοῦτον πότερα κοινὸν οἴει εἶναι πάντων ἀνθρώπων, καὶ πάντας τἀγαθὰ βούλεσθαι αὑτοῖς εἶναι ἀεί, ἢ πῶς λέγεις; Οὕτως, ἦν δ᾽ ἐγώ· κοινὸν εἶναι πάντων. Τί δὴ οὖν, ἔφη, ὦ Σώκρατες, οὐ πάντας ἐρᾶν φαμέν, [205b] εἴπερ γε πάντες τῶν αὐτῶν ἐρῶσι καὶ ἀεί, ἀλλά τινάς φαμεν ἐρᾶν, τοὺς δ᾽ οὔ; Θαυμάζω, ἦν δ᾽ ἐγώ, καὶ αὐτός. Ἀλλὰ μὴ θαύμαζ᾽, ἔφη· ἀφελόντες γὰρ ἄρα τοῦ ἔρωτός τι εἶδος ὀνομάζομεν, τὸ τοῦ ὅλου ἐπιτιθέντες ὄνομα, ἔρωτα, τὰ δὲ ἄλλα ἄλλοις καταχρώμεθα ὀνόμασιν. Ὥσπερ τί; ἦν δ᾽ ἐγώ. Ὥσπερ τόδε, οἶσθ᾽ ὅτι ποίησίς ἐστί τι πολύ· ἡ γάρ τοι ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ ὂν ἰόντι ὁτῳοῦν αἰτία πᾶσά ἐστι [205c] ποίησις, ὥστε καὶ αἱ ὑπὸ πάσαις ταῖς τέχναις ἐργασίαι ποιήσεις εἰσὶ καὶ οἱ τούτων δημιουργοὶ πάντες ποιηταί. Ἀληθῆ λέγεις. Ἀλλ᾽ ὅμως, ἦ δ᾽ ἥ, οἶσθ᾽ ὅτι οὐ καλοῦνται ποιηταὶ ἀλλὰ ἄλλα ἔχουσιν ὀνόματα, ἀπὸ δὲ πάσης τῆς ποιήσεως ἓν μόριον ἀφορισθὲν τὸ περὶ τὴν μουσικὴν καὶ τὰ μέτρα τῷ τοῦ ὅλου ὀνόματι προσαγορεύεται. ποίησις γὰρ τοῦτο μόνον καλεῖται, καὶ οἱ ἔχοντες τοῦτο τὸ μόριον τῆς ποιήσεως ποιηταί. Ἀληθῆ λέγεις, ἔφην. [205d] Οὕτω τοίνυν καὶ περὶ τὸν ἔρωτα· τὸ μὲν κεφάλαιόν ἐστι πᾶσα ἡ τῶν ἀγαθῶν ἐπιθυμία καὶ τοῦ εὐδαιμονεῖν, ὁ μέγιστός τε καὶ δολερὸς ἔρως παντί· ἀλλ᾽ οἱ μὲν ἄλλῃ τρεπόμενοι πολλαχῇ ἐπ᾽ αὐτόν, ἢ κατὰ χρηματισμὸν ἢ κατὰ φιλογυμναστίαν ἢ κατὰ φιλοσοφίαν, οὔτε ἐρᾶν καλοῦνται οὔτἐρασταί, οἱ δὲ κατὰ ἕν τι εἶδος ἰόντες τε καὶ ἐσπουδακότες τὸ τοῦ ὅλου ὄνομα ἴσχουσιν, ἔρωτά τε καὶ ἐρᾶν καὶ ἐρασταί. Κινδυνεύεις ἀληθῆ, ἔφην ἐγώ, λέγειν. Καὶ λέγεται μέν γέ τις, ἔφη, λόγος, ὡς οἳ ἂν τὸ ἥμισυ [205e] ἑαυτῶν ζητῶσιν, οὗτοι ἐρῶσιν· ὁ δ᾽ ἐμὸς λόγος οὔτε ἡμίσεός φησιν εἶναι τὸν ἔρωτα οὔτε ὅλου, ἐὰν μὴ τυγχάνῃ γέ που, ὦ ἑταῖρε, ἀγαθὸν ὄν· ἐπεὶ αὑτῶν γε καὶ πόδας καὶ χεῖρας ἐθέλουσιν ἀποτέμνεσθαι οἱ ἄνθρωποι, ἐὰν αὐτοῖς δοκῇ τὰ ἑαυτῶν πονηρὰ εἶναι. οὐ γὰρ τὸ ἑαυτῶν οἶμαι ἕκαστοι ἀσπάζονται, εἰ μὴ εἴ τις τὸ μὲν ἀγαθὸν οἰκεῖον καλεῖ καὶ ἑαυτοῦ, τὸ δὲ κακὸν ἀλλότριον· ὡς οὐδέν γε ἄλλο ἐστὶν οὗ [206a] ἐρῶσιν ἅνθρωποι ἢ τοῦ ἀγαθοῦ. ἢ σοὶ δοκοῦσιν; Μὰ Δί᾽ οὐκ ἔμοιγε, ἦν δ᾽ ἐγώ. Ἆρ᾽ οὖν, ἦ δ᾽ ἥ, οὕτως ἁπλοῦν ἐστι λέγειν ὅτι οἱ ἄνθρωποι τἀγαθοῦ ἐρῶσιν; Ναί, ἔφην. Τί δέ; οὐ προσθετέον, ἔφη, ὅτι καὶ εἶναι τὸ ἀγαθὸν αὑτοῖς ἐρῶσιν; Προσθετέον. Ἆρ᾽ οὖν, ἔφη, καὶ οὐ μόνον εἶναι, ἀλλὰ καὶ ἀεὶ εἶναι; Καὶ τοῦτο προσθετέον. Ἔστιν ἄρα συλλήβδην, ἔφη, ὁ ἔρως τοῦ τὸ ἀγαθὸν αὑτῷ εἶναι ἀεί. Ἀληθέστατα, ἔφην ἐγώ, λέγεις.

          XXV. [206b] Ὅτε δὴ τούτου ὁ ἔρως ἐστὶν ἀεί, ἦ δ᾽ ἥ, τῶν τίνα τρόπον διωκόντων αὐτὸ καὶ ἐν τίνι πράξει ἡ σπουδὴ καὶ ἡ ξύντασις ἔρως ἂν καλοῖτο; τί τοῦτο τυγχάνει ὂν τὸ ἔργον; ἔχεις εἰπεῖν; Οὐ μεντἂν σέ, ἔφην ἐγώ, ὦ Διοτίμα, ἐθαύμαζον ἐπὶ σοφίᾳ καὶ ἐφοίτων παρὰ σὲ αὐτὰ ταῦτα μαθησόμενος. Ἀλλἐγώ σοι, ἔφη, ἐρῶ. ἔστι γὰρ τοῦτο τόκος ἐν καλῷ καὶ κατὰ τὸ σῶμα καὶ κατὰ τὴν ψυχήν. Μαντείας, ἦν δ᾽ ἐγώ, δεῖται ὅτι ποτε λέγεις, καὶ οὐ μανθάνω. [206c] Ἀλλ᾽ ἐγώ, ἦ δ᾽ ἥ, σαφέστερον ἐρῶ. κυοῦσιν γάρ, ἔφη, ὦ Σώκρατες, πάντες ἄνθρωποι καὶ κατὰ τὸ σῶμα καὶ κατὰ τὴν ψυχήν, καὶ ἐπειδὰν ἔν τινι ἡλικίᾳ γένωνται, τίκτειν ἐπιθυμεῖ ἡμῶν ἡ φύσις. τίκτειν δὲ ἐν μὲν αἰσχρῷ οὐ δύναται, ἐν δὲ τῷ καλῷ. ἡ γὰρ ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς συνουσία τόκος ἐστίν. ἔστι δὲ τοῦτο θεῖον τὸ πρᾶγμα, καὶ τοῦτο ἐν θνητῷ ὄντι τῷ ζῴῳ ἀθάνατον ἔνεστιν, ἡ κύησις καὶ ἡ γέννησις. τὰ δὲ ἐν τῷ ἀναρμόστῳ ἀδύνατον γενέσθαι. [206d] ἀνάρμοστον δ᾽ ἐστὶ τὸ αἰσχρὸν παντὶ τῷ θείῳ, τὸ δὲ καλὸν ἁρμόττον. Μοῖρα οὖν καὶ Εἰλείθυια ἡ Καλλονή ἐστι τῇ γενέσει. διὰ ταῦτα ὅταν μὲν καλῷ προσπελάζῃ τὸ κυοῦν, ἵλεών τε γίγνεται καὶ εὐφραινόμενον διαχεῖται καὶ τίκτει τε καὶ γεννᾷ· ὅταν δὲ αἰσχρῷ, σκυθρωπόν τε καὶ λυπούμενον συσπειρᾶται καὶ ἀποτρέπεται καὶ ἀνείλλεται καὶ οὐ γεννᾷ, ἀλλὰ ἴσχον τὸ κύημα χαλεπῶς φέρει. ὅθεν δὴ τῷ κυοῦντί τε καὶ ἤδη σπαργῶντι πολλὴ ἡ πτοίησις γέγονε [206e] περὶ τὸ καλὸν διὰ τὸ μεγάλης ὠδῖνος ἀπολύειν τὸν ἔχοντα. ἔστιν γάρ, ὦ Σώκρατες, ἔφη, οὐ τοῦ καλοῦ ὁ ἔρως, ὡς σὺ οἴει. Ἀλλὰ τί μήν; Τῆς γεννήσεως καὶ τοῦ τόκου ἐν τῷ καλῷ. Εἶεν, ἦν δ᾽ ἐγώ. Πάνυ μὲν οὖν, ἔφη. τί δὴ οὖν τῆς γεννήσεως; ὅτι ἀειγενές ἐστι καὶ ἀθάνατον ὡς θνητῷ ἡ γέννησις. ἀθανασίας [207a] δὲ ἀναγκαῖον ἐπιθυμεῖν μετὰ ἀγαθοῦ ἐκ τῶν ὡμολογημένων, εἴπερ τοῦ τἀγαθὸν ἑαυτῷ εἶναι ἀεὶ ἔρως ἐστίν. ἀναγκαῖον δὴ ἐκ τούτου τοῦ λόγου καὶ τῆς ἀθανασίας τὸν ἔρωτα εἶναι

Μετάφραση 
ΚΕΦ. 22. Καὶ ἐσένα βέβαια, θὰ σ᾿ ἀφήσω τώρα· ὅμως
δ
τόν λόγο γιὰ τὸν Ἔρωτα, ποὺ ἄκουσα κάποτε ἀπὸ τὴ Διοτίμα, μιὰ γυναῖκα ἀπὸ τὴ Μαντίνεια ― ποὺ ἦταν σοφὴ καὶ σ᾿ αὐτὰ καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα, καὶ στοὺς Ἀθηναίους ὅταν ἔκαναν θυσίες πρὶν πέσει ἡ πανοῦκλα, κατώρθωσε νὰ ἀναβάλει τὴν ἀρρώστεια γιὰ δέκα χρόνια, αὐτὴ ποὺ δίδαξε καὶ σ᾿ ἐμένα τὰ ἐρωτικά ― αὐτὸν λοιπὸν τὸν λόγο, θὰ προσπαθήσω ὅσο μπορῶ μὲ δικὰ μου λόγια νὰ σᾶς ἀναπτύξω, σύμφωνα μὲ ὅσα συνωμολογήσαμε ἐγὼ καὶ ὁ Ἀγάθωνας. Πρέπει λοιπόν Ἀγάθωνα, ὅπως ἔκανες καὶ σὺ στὴ διήγησή σου, πρῶτα νὰ ἀναπτύξω μὲ κάθε λεπτομέρεια τὶ εἶναι ὁ Ἔρωτας καὶ ποιὸς εἶναι, καὶ στὴ
ε
συνέχεια νὰ πῶ γιὰ τὰ ἔργα του. Μοῦ φαίνεται λοιπόν, ὅτι εἶναι πιὸ εὔκολο νὰ τὰ ἀναπτύξω ἔτσι, ὅπως ἔκανε κάποτε καὶ σ᾿ ἐμένα ἡ ξένη ὅταν μὲ ἐξέταζε. Διότι κι ἐγὼ σχεδὸν κάτι τέτοια τῆς ἔλεγα, σὰν αὐτὰ ποὺ λέει τώρα σ᾿ ἐμένα ὁ Ἀγάθωνας, ὅτι ὁ Ἔρωτας εἶναι μέγας θεός, καὶ ὅτι εἶναι γιὰ τὰ καλά. Μοῦ ἔκανε ἔλεγχο λοιπὸν σ᾿ αὐτὰ τὰ λόγια, ὅπως κι ἐγὼ κάνω στὸν Ἀγάθωνα, ὅτι οὔτε καλὸς εἶναι σύμφωνα μὲ τὸν λόγο μου οὔτε ἀγαθός. Κι ἐγὼ τότε τῆς εἶπα:18
    ΣΩ. Πῶς τὸ λὲς αὐτὸ Διοτίμα; ὁ Ἔρωτας δηλαδὴ εἶναι αἰσχρὸς καὶ κακός;
    ΔΙ. Γιατὶ τὸν δυσφημεῖς Σωκράτη; ἤ μήπως νομίζεις ὅτι ἐκεῖνο ποὺ δὲν εἶναι καλό, κατ᾿ ἀνάγκην εἶναι αἰσχρό;
202
    ΣΩ. Καὶ πολύ, μάλιστα.
    ΔΙ. Καὶ ὅποιο δὲν εἶναι σοφό, εἶναι ἀμαθές; ἤ μήπως δὲν γνωρίζεις ὅτι κάτι ὑπάρχει μεταξὺ σοφίας καὶ ἀμάθειας;
    ΣΩ. Καὶ ποιὸ εἶναι αὐτό;
    ΔΙ. Τὸ νὰ σκέφτεσαι σωστὰ καὶ νὰ μὴν ἔχεις τὴν ἱκανότητα νὰ ἐκφράσεις μὲ λόγο τὴ σκέψη σου, δὲν γνωρίζεις ὅτι οὔτε ἐπιστημονικὴ γνώση εἶναι (διότι ἕνα πρᾶγμα χωρὶς λόγο πῶς θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἐπιστήμη;) οὔτε πάλι καὶ ἀμάθεια (διότι αὐτὸ ποὺ πετυχαίνει τὴν οὐσία πῶς θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἀμάθεια;). Ἡ σωστὴ σκέψη λοιπόν, εἶναι κάτι ποὺ βρίσκεται μεταξὺ τῆς φρόνησης καὶ τῆς ἀμάθειας.
    ΣΩ. Λὲς τὴν ἀλήθεια.
    ΔΙ. Μὴ θεωρεῖς λοιπόν ἀναγκαστικά, ὅτι ἐκεῖνο ποὺ δὲν εἶναι καλό, πρέπει νὰ εἶναι αἰσχρό, οὔτε ἐκεῖνο ποὺ δὲν εἶναι ἀγαθό, πρέπει νὰ εἶναι κακό. Ἔτσι, ἐπειδὴ καὶ ὁ ἴδιος
β
ὁμολογεῖς, ὅτι ὁ Ἔρωτας δὲν εἶναι οὔτε ἀγαθὸς οὔτε καλός, καθόλου μὴ φαντάζεσαι ὅτι αὐτὸς πρέπει νὰ εἶναι αἰσχρὸς καὶ κακός, ἀλλὰ κάτι μεταξὺ αὐτῶν τῶν δύο.
    ΣΩ. Καὶ δὲν ὁμολογεῖται ἀπ᾿ ὅλους, ὅτι εἶναι μέγας θεός;
    ΔΙ. Ἐννοεῖς ὅλους ὅσους δὲν γνωρίζουν, ἤ καὶ αὐτοὺς ποὺ γνωρίζουν;
    ΣΩ. Ὅλους γενικῶς, ἐννοῶ.
    ΔΙ. (γελῶντας) Καὶ πῶς θὰ ὡμολογηθεῖ ὅτι εἶναι μέγας
γ
θεός, Σωκράτη, ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ λένε ὅτι δὲν εἶναι οὔτε θεός;
    ΣΩ. Καὶ ποιοὶ εἶναι αὐτοί;
    ΔΙ. Ἕνας ἐσύ, καὶ μία ἐγώ.
    ΣΩ. Καὶ πῶς τὸ ἑρμηνεύεις αὐτό;
    ΔΙ. Εὔκολα. Ἀλλὰ πές μου, δὲν θεωρεῖς ὅτι ὅλοι οἱ θεοὶ εἶναι εὐδαίμονες καὶ καλοί; ἤ θὰ τολμοῦσες νὰ πεῖς ὅτι κάποιος ἀπὸ τοὺς θεοὺς δὲν εἶναι καλὸς καὶ εὐδαίμονας;
    ΣΩ. Μὰ τὸ Δία, ὄχι βέβαια.
    ΔΙ. Καὶ εὐδαίμονες δὲν ἐννοεῖς αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἀποκτήσει τὰ ἀγαθὰ καὶ τὰ καλά;
    ΣΩ. Βεβαίως.
δ
    ΔΙ. Ἀλλὰ ὁ Ἔρωτας, ὅπως βέβαια ἔχεις ὡμολογήσει, ἐξ αἰτίας τῆς ἔλλειψης τῶν ἀγαθῶν καὶ τῶν καλῶν, ἐπιθυμεῖ αὐτὰ ποὺ στερεῖται.
    ΣΩ. Τὸ ἔχω ὡμολογήσει.
    ΔΙ. Πῶς θὰ μποροῦσε λοιπὸν νὰ εἶναι θεὸς, αὐτὸς ποὺ στερεῖται τὰ καλὰ καὶ τὰ ἀγαθά;
    ΣΩ. Μὲ κανένα τρόπο, καθὼς φαίνεται βέβαια.
    ΔΙ. Βλέπεις λοιπόν, ὅτι καὶ σὺ τὸν Ἔρωτα δὲν τὸν θεωρεῖς θεὸ;

        ΚΕΦ. 23. ΣΩ. Σὰν τὶ μπορεῖ λοιπόν, νὰ εἶναι ὁ Ἔρωτας; θνητός;
    ΔΙ. Ὄχι, βέβαια.
    ΣΩ. Τότε τὶ εἶναι;
    ΔΙ. Ὅπως εἴπαμε καὶ προηγουμένως, κάτι μεταξὺ θνητοῦ καὶ ἀθάνατου.
    ΣΩ. Δηλαδὴ τὶ εἶναι, Διοτίμα;
    ΔΙ. Δαίμονας μεγάλος, Σωκράτη· διότι καὶ ὅλο τὸ δαιμόνιο γένος βρίσκεται μεταξὺ θεοῦ καὶ θνητοῦ.
ε
    ΣΩ. Καὶ τὶ δύναμη ἔχει;
ΔΙ. Νὰ ἑρμηνεύει καὶ νὰ μεταβιβάζει στοὺς θεοὺς ὅσα προέρχονται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, δηλαδὴ τὶς παρακλήσεις καὶ τὶς θυσίες, καὶ στοὺς ἀνθρώπους ὅσα προέρχονται ἀπὸ τοὺς θεούς, δηλαδὴ τὶς διαταγὲς τους καὶ τὶς ἀμοιβὲς γιὰ τὶς θυσίες. Καὶ ἐπειδὴ βρίσκεται ἐνδιάμεσα, συμπληρώνει καὶ τὰ δύο μέρη ὥστε νὰ ἀποτελοῦν ἕνα ἑνιαῖο σύνολο. Μέσω αὐτοῦ τοῦ γένους κινεῖται καὶ ὁλόκληρη ἡ μαντικὴ τέχνη ἀλλὰ καὶ ἡ τέχνη τῶν ἱερέων σχετικὰ μὲ τὶς θυσίες καὶ τὶς τελετὲς καὶ τὰ μαγικὰ τραγούδια καὶ γενικὰ μὲ τὶς
203
γητειὲς καὶ τὰ μάγια. Διότι ὁ θεὸς δὲν ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ μέσω αὐτοῦ τοῦ γένους γίνεται κάθε συνομιλία καὶ ἐπικοινωνία τῶν θεῶν πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, καὶ ὅταν εἶναι ξύπνιοι καὶ ὅταν κοιμοῦνται· καὶ ὅποιος εἶναι σ᾿ αὐτὰ σοφὸς θεωρεῖται δαιμόνιος ἄνδρας, ἐνῶ ὅποιος εἶναι σοφὸς εἴτε στὶς τέχνες ἤ σὲ κάποιες χειροτεχνικὲς ἐργασίες, θεωρεῖται βάναυσος. Αὐτοὶ οἱ δαίμονες εἶναι πολλοὶ καὶ κάθε εἴδους, ἕνας δὲ ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι καὶ ὁ Ἔρωτας.
    ΣΩ. Καὶ ποιὸς εἶναι ὁ πατέρας καὶ ἡ μητέρα του;
β
    ΔΙ. Θὰ χρειαστεῖ πολὺς χρόνος, γιὰ νὰ στὸ διηγηθῶ, ὅμως θὰ σοῦ πῶ. Ὅταν λοιπὸν γεννήθηκε ἡ Ἀφροδίτη, ὅλοι οἱ θεοὶ συνεστίαζαν καὶ μαζὶ τους καὶ ὁ γιὸς τῆς Μήτιδας, ὁ Πόρος. Ἀφοῦ τελείωσαν τὸ δεῖπνο, παρασυρόμενη ἀπὸ τὴν εὐθυμία ἔφτασε ἡ Πενία καὶ τριγύριζε στὶς πόρτες γιὰ νὰ ζητιανέψει. Ὁ Πόρος λοιπόν, ποὺ εἶχε μεθύσει ἀπὸ τὸ νέκταρ, γιατὶ τότε δὲν ὑπῆρχε κρασί, μπῆκε στὸν κῆπο τοῦ Δία καὶ, καθὼς εἶχε βαρύνει ἀπὸ τὸ μεθύσι, ἀποκοιμήθηκε. Τότε ἡ Πενία, ἐξ αἰτίας τῆς ἀπορίας της, σκεφτόμενη νὰ κάνει πονηρὰ παιδὶ ἀπὸ τὸν Πόρο, ξάπλωσε δίπλα του καὶ
γ
συνέλαβε τὸν Ἔρωτα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἔγινε τῆς Ἀφροδίτης ἀκόλουθος καὶ ὑπηρέτης ὁ Ἔρωτας, ἐπειδὴ ἡ σύλληψή του ἔγινε τὴν ἡμέρα τῶν γενεθλίων της, καὶ συγχρόνως ἀπὸ τὴ φύση του ἐραστὴς τοῦ ὡραίου, ἀφοῦ καὶ ἡ Ἀφροδίτη εἶναι ὡραία. Καὶ ἐπειδὴ ὁ Ἔρωτας εἶναι γιὸς τοῦ Πόρου καὶ τῆς Πενίας, πρόσεξε ποιὰ εἶναι ἡ τύχη του. Πρῶτον μὲν εἶναι πάντοτε φτωχός, καὶ ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὸ νὰ εἶναι τρυφερὸς καὶ ὡραῖος, ὅπως νομίζουν οἱ πολλοί19, ἀλλὰ εἶναι
δ
σκληρὸς καὶ βρώμικος καὶ ἀνυπόδητος καὶ δίχως σπίτι· πάντα κυλιέται σὲ πὰτωμα χωρίς στρωσίδια, καὶ κοιμᾶται στὴν ὕπαιθρο, στὶς πόρτες τῶν σπιτιῶν καὶ μέσα στοὺς δρόμους, συγκάτοικος πάντα μὲ τὴ φτώχεια, γιατὶ ἔχει τὴ φύση τῆς μητέρας του. Σύμφωνα πάλι μὲ τὴ φύση τοῦ πατέρα του, ἀποβλέπει στὰ καλὰ καὶ στὰ ἀγαθά, ἐπειδὴ εἶναι γενναῖος καὶ λεβέντης καὶ ὁρμητικός, φοβερὸς κυνηγός, πάντα σκαρώνει κάποια τεχνάσματα, ἐπιθυμεῖ τὴ γνώση καὶ εἶναι ἐπινοητικός, φιλισοφεῖ σ᾿ ὅλη του τὴ ζωή, φοβερὸς γόης καὶ μάγος καὶ σοφιστής. Καὶ ἀπὸ τὴ φύση του οὔτε ἀθάνατος εἶναι οὔτε θνητός, ἀλλὰ τὴν ἴδια μέρα
ε
ἄλλοτε ἀκμάζει καὶ ζεῖ, ὅταν πετύχει τὸ στόχο του, ἄλλοτε πεθαίνει· καὶ πάλι ὅμως ξαναζεῖ, ἐξ αἰτίας τῆς φύσης τοῦ πατέρα του, ἀλλὰ πάντα χάνει αὐτὸ ποὺ ἔχει κερδίσει. Ὥστε, ὁ Ἔρωτας οὔτε ἄπορος εἶναι ποτέ, οὔτε πλούσιος καὶ πάντα βρίσκεται μεταξὺ τῆς σοφίας καὶ τῆς ἀμάθειας.
204
Αὐτὸ συμβαίνει γιὰ τὸν ἑξῆς λόγο. Ἀπὸ τοὺς θεοὺς κανένας δὲν φιλοσοφεῖ οὔτε ἐπιθυμεῖ νὰ γίνει σοφός, γιατὶ εἶναι· οὔτε καὶ κάποιος ἄλλος φιλοσοφεῖ, ἂν εἶναι σοφός. Οὔτε πάλι οἱ ἀμαθεῖς φιλοσοφοῦν, οὔτε ἐπιθυμοῦν νὰ γίνουν σοφοί. Διότι, αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι τὸ κακὸ τῆς ἀμάθειας· τὸ νὰ ἀρκεῖται κάποιος στὸν ἑαυτὸ του, ἂν καὶ δὲν εἶναι καλὸς καὶ ἀγαθὸς οὔτε φρόνιμος. Αὐτὸς λοιπὸν ποὺ δὲν νομίζει ὅτι ἔχει ἐλλείψεις, δὲν ἐπιθυμεῖ ἐκεῖνο ποὺ δὲν νομίζει ὅτι τοῦ χρειάζεται.
    ΣΩ. Ποιοὶ εἶναι λοιπὸν οἱ φιλοσοφοῦντες Διοτίμα, ἐὰν
β
δὲν εἶναι οὔτε οἱ σοφοὶ οὔτε οἱ ἀμαθεῖς;
    ΔΙ. Αὐτὸ τὸ καταλαβαίνει ἀκόμη κι ἕνα μικρὸ παιδί, ὅτι φιλοσοφοῦν αὐτοὶ ποὺ βρίσκονται μεταξὺ αὐτῶν τῶν δύο, ὅπως ἐπίσης εἶναι καὶ ὁ Ἔρωτας. Διότι ἡ σοφία εἶναι ἀπὸ τὰ πιὸ ὡραῖα πράγματα, ὁ Ἔρωτας εἶναι ἔρωτας γιὰ τὸ ὡραῖο, ὥστε κατ᾿ ἀνάγκην ὁ Ἔρωτας εἶναι φιλόσοφος· καὶ σὰν φιλόσοφος, βρίσκεται μεταξὺ τοῦ σοφοῦ καὶ τοῦ ἀμαθῆ. Αἰτία γιὰ ὅλα αὐτὰ εἶναι ἡ καταγωγὴ του. Γιατὶ κατάγεται ἀπὸ πατέρα σοφὸ καὶ εὔπορο, καὶ ἀπὸ μητέρα ἄπορη καὶ καθόλου σοφή. Αὐτὴ λοιπόν, ἀγαπητὲ Σωκράτη, εἶναι ἡ φύση αὐτοῦ τοῦ δαίμονα. Αὐτὸν ποὺ ὑπέθεσες ὅμως
γ
ἐσὺ ὅτι εἶναι ὁ Ἔρωτας, δὲν ἔπαθες κάτι ἀξιοπερίεργο. Διότι ὑπέθεσες, ὅπως συμπεραίνω ἀπὸ τὰ λεγόμενά σου, ὅτι αὐτὸ ποὺ ἀγαπιέται εἶναι ὁ Ἔρωτας καὶ ὄχι αὐτὸ ποὺ ἀγαπᾷ. Γι᾿ αὐτὸ νομίζω ὅτι σοῦ φάνηκε ἀξιολάτρευτος ὁ Ἔρωτας. Γιατὶ πραγματικὰ εἶναι καλὸ καὶ χαριτωμένο καὶ τέλειο καὶ ἀξιοζήλευτο αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ ἀγαπηθεῖ. Αὐτὸ ὅμως ποὺ ἀγαπᾷ ἔχει ἐντελῶς διαφορετικὴ μορφή, σὰν αὐτὴ ποὺ ἐγὼ σοῦ ἀνέπτυξα.

        ΚΕΦ. 24. ΣΩ. Ἄς εἶναι ἔτσι λοιπόν, ἀγαπητὴ μου, γιατὶ καλὰ τὰ λές. Ἀφοῦ ὅμως εἶναι τέτοιος ὁ Ἔρωτας, σὲ τὶ εἶναι χρήσιμος στοὺς ἀνθρώπους;
    ΔΙ. Μετὰ ἀπ᾿ ὅσα εἴπαμε Σωκράτη, θὰ προσπαθήσω νὰ σὲ διδάξω καὶ αὐτό. Εἶναι λοιπὸν τέτοιος καὶ ἔτσι ἔχει δημιουργηθεῖ ὁ Ἔρωτας, καὶ μάλιστα εἶναι γιὰ τὰ ὡραῖα, ὅπως λὲς ἐσύ. Ἂν ὅμως μᾶς ρωτήσει κάποιος: γιὰ ποιὰ ὡραῖα εἶναι ὁ Ἔρωτας, Σωκράτη καὶ Διοτίμα; τὸ ἑξῆς ρωτῶ ἀκόμη πιὸ σαφέστερα· αὐτὸς ποὺ ἐρωτεύεται τὰ ὡραῖα τὶ ἐρωτεύεται;
    ΣΩ. Νὰ συμβοῦν στὸν ἑαυτὸ του.
    ΔΙ. Αὐτὴ ἡ ἀπάντηση ὅμως, προκαλεῖ τὴν ἑξῆς ἐρώτηση· καὶ τὶ θὰ δημιουργηθεῖ μέσα σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ θὰ τοῦ συμβοῦν τὰ καλά;
    ΣΩ. Δὲν εἶμαι ἀκόμη ἕτοιμος, νὰ ἀπαντήσω πρόχειρα σὲ μιὰ τέτοια ἐρώτηση.
    ΔΙ. Ἀλλὰ προσπάθησε, ὅπως ἀκριβῶς ἂν ἄλλαζε κάποιος τὶς λέξεις καὶ ἀντὶ τοῦ καλοῦ χρησιμοποιοῦσε τὸ ἀγαθό, ὑπόθεσε Σωκράτη ὅτι σὲ ρωτοῦσε· αὐτὸς ποὺ ἐρωτεύεται τὰ ἀγαθὰ, τὶ ἐρωτεύεται;
    ΣΩ. Νὰ συμβοῦν στὸν ἑαυτὸ του.
    ΔΙ. Καὶ τὶ θὰ δημιουργηθεῖ σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ θὰ τοῦ συμβοῦν τὰ ἀγαθά;
    ΣΩ. Σ᾿ αὐτὸ, εἶναι πιὸ εὔκολο νὰ ἀπαντήσω, ὅτι θὰ εἶναι εὐδαίμονας.
    ΔΙ. Μὲ τὴν ἀπόκτηση λοιπὸν τῶν ἀγαθῶν, οἱ
205
εὐδαίμονες γίνονται εὐδαίμονες, καὶ δὲν χρειάζεται νὰ ρωτήσω, λόγου χάριν, γιατὶ θέλει νὰ εἶναι εὐδαίμονας αὐτὸς ποὺ τὸ θέλει, ἀλλὰ νομίζω ὅτι ἡ ἀπάντηση ὁλοκληρώθηκε.
    ΣΩ. Λὲς τὴν ἀλήθεια.
    ΔΙ. Γι᾿ αὐτὴν ὅμως τὴν ἐπιθυμία καὶ τὸν ἔρωτα, τὶ ἀπὸ τὰ δύο ἰσχύει; νομίζεις ὅτι εἶναι κοινὸς σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, καὶ θέλουν νὰ τοὺς συμβαίνουν τὰ ἀγαθὰ αἰωνίως; ἤ μᾶλλον, πῶς τὸ ἐννοεῖς;
    ΣΩ. Μοῦ φαίνεται ὅτι εἶναι κοινὸς σὲ ὅλους.
    ΔΙ. Λοιπὸν Σωκράτη, ἐὰν βέβαια ὅλοι ἐρωτεύονται τὰ
β
ἴδια πράγματα καὶ πάντα, τότε γιατὶ λέμε ὅτι δὲν εἶναι ὅλοι ἐρωτευμένοι, ἀλλὰ λέμε ὅτι ἄλλοι εἶναι ἐρωτευμένοι καὶ ἄλλοι ὄχι;
    ΣΩ. Ἀπορῶ κι ἐγώ.
    ΔΙ. Μὴν ἀπορεῖς· διότι ξεχωρίζοντας κάποιο εἶδος τοῦ ἔρωτα καὶ δίνοντάς του τὸ ὄνομα τοῦ συνόλου, τὸ ὀνομάζομε ἔρωτα, ἐνῶ στὰ ὑπόλοιπα εἴδη χρησιμοποιοῦμε διαφορετικὰ ὀνόματα.
    ΣΩ. Καὶ πῶς γίνεται αὐτό;
    ΔΙ. Ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει καὶ μὲ τὴν ποίηση. Γνωρίζεις βέβαια, ὅτι ἡ ποίηση εἶναι μιὰ πολὺ πλατειὰ ἔννοια· διότι ἡ κάθε αἰτία ποὺ φέρνει ὁτιδήποτε ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξη εἶναι ποίηση· ὥστε καὶ οἱ ἐργασίες σὲ ὅλες τὶς
γ
τέχνες εἶναι ποιήσεις καὶ ὅλοι οἱ δημιουργοὶ τους εἶναι ποιητές.
    ΣΩ. Λὲς τὴν ἀλήθεια.
    ΔΙ. Γνωρίζεις ὅμως, ὅτι δὲν καλοῦνται ὅλοι ποιητὲς, ἀλλὰ ἔχουν διαφορετικὰ ὀνόματα· καὶ ἀπὸ ὅλη τὴν ποίηση ξεχωρίστηκε μόνο ἕνα πολὺ μικρὸ μέρος (αὐτὸ ποὺ ἀναφέρεται στὴ μουσικὴ καὶ στὸν ἔμμετρο λόγο) καὶ πῆρε τὸ ὄνομα τοῦ συνόλου. Διότι μόνο αὐτὸ ὀνομάζεται ποίηση, καὶ ὅσοι ἔχουν αὐτὸ τὸ μόριο τῆς ποίησης, λέγονται ποιητές.
    ΣΩ. Λὲς τὴν ἀλήθεια.
    ΔΙ. Ἔτσι λοιπὸν συμβαίνει καὶ μὲ τὸν ἔρωτα· σὲ  γενικές γραμμὲς, εἶναι κάθε ἐπιθυμία τῶν ἀγαθῶν καὶ τῆς εὐδαιμονίας, ὁ πιὸ μεγάλος καὶ δολερὸς ἔρωτας γιὰ κάθε τι. Ἐκεῖνοι ὅμως ποὺ ἀσχολοῦνται μαζὶ του μὲ διαφορετικοὺς τρόπους, εἴτε μὲ τὴν οἰκονομία εἴτε μὲ τὴ γυμναστικὴ εἴτε μὲ τὴ φιλοσοφία, οὔτε ἐρωτευμένοι λέμε ὅτι εἶναι οὔτε ἐραστές. Ἐνῶ ἐκεῖνοι ποὺ ἀσχολοῦνται ἰδιαίτερα μὲ ἕνα συγκεκριμένο εἶδος, παίρνουν τὸ συνολικὸ ὄνομα τοῦ ἔρωτα καὶ τοῦ ἐρωτευμένου καὶ τοῦ ἐραστῆ.
    ΣΩ. Πραγματικὰ λὲς τὴν ἀλήθεια.
    ΔΙ. Καὶ ὑπάρχει κάποιος λόγος, βέβαια, ποὺ λέει ὅτι
ε
αὐτοὶ ποὺ ἀναζητοῦν τὸ “ἕτερον ἥμισυ” αὐτοὶ ἐρωτεύονται· ὁ δικὸς μου ὅμως λόγος, ἀγαπητὲ φίλε, λέει ὅτι ὁ ἔρωτας δὲν εἶναι οὔτε ἡ ἀναζήτηση τοῦ μισοῦ οὔτε τοῦ ὅλου, ἂν δὲν ἐπιδιώκεται τὸ ἀγαθό· διότι οἱ ἄνθρωποι θὰ ἤθελαν νὰ τοὺς κοποῦν καὶ τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια, ἂν θεωροῦσαν ὅτι εἶναι βλαβερά. Νομίζω δηλαδή, ὅτι δὲν ὑπολογίζουν οὔτε τὰ ἀποκλειστικὰ δικὰ τους, ἐκτὸς ἐὰν κάποιος θεωρεῖ ὅτι τὸ ἀγαθὸ εἶναι φιλικὸ καὶ ἀποκλειστικὰ δικὸ του, ἐνῶ τὸ κακὸ εἶναι ξένο· ἐπειδὴ βέβαια, τίποτα ἄλλο δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ ἐρωτεύονται οἱ ἄνθρωποι, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ἀγαθό. Ἤ μήπως σοῦ φαίνεται ὅτι ἐρωτεύονται κάτι ἄλλο;
    ΣΩ. Μὰ τὸ Δία, ὄχι βέβαια.
    ΔΙ. Ἆρα λοιπόν, μποροῦμε νὰ λέμε ἔτσι ἁπλὰ, ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἐρωτεύονται τὸ ἀγαθό20;
    ΣΩ. Ναί.
    ΔΙ. Καὶ τὶ λοιπόν; Δὲν πρέπει νὰ προσθέσωμε, ὅτι ἐρωτεύονται τὸ ἀγαθὸ νὰ γίνει δικὸ τους;
    ΣΩ. Πρέπει νὰ τὸ προσθέσωμε.
    ΔΙ. Καὶ ὄχι μόνο νὰ γίνει δικὸ τους, ἀλλὰ καὶ νὰ παραμείνει γιὰ πάντα;
    ΣΩ. Ἄς προστεθεῖ καὶ αὐτό.
    ΔΙ. Ἆρα21 καταλήγομε στὸ συμπέρασμα, ὅτι ὁ ἔρωτας εἶναι ἡ ἐπιδίωξη νὰ γίνει γιὰ πάντα δικὸ τους τὸ ἀγαθό.
    ΣΩ. Λὲς πραγματικὰ τὴν ἀλήθεια.

       ΚΕΦ. 25. ΔΙ. Ἀφοῦ λοιπὸν αὐτὴ εἶναι πάντα ἡ ἐπιδίωξη
β
τοῦ ἔρωτα, μὲ ποιὸ τρόπο αὐτοὶ ποὺ ἐπιδιώκουν τὸ ἀγαθό, καὶ σὲ ποιὰ πράξη, ὁ πόθος καὶ ἡ ἔντονη διάθεση τους, θὰ ὀνομαζόταν ἔρωτας; σὰν τὶ μπορεῖ νὰ εἶναι αὐτὴ ἡ ἐνέργεια; ἔχεις κάτι νὰ πεῖς;
    ΣΩ. Τότε δὲν θὰ σὲ θαύμαζα γιὰ τὴ σοφία σου Διοτίμα, οὔτε θὰ σπούδαζα κοντὰ σου γιὰ νὰ μάθω αὐτὰ ἀκριβῶς ποὺ μὲ ρωτᾷς.
    ΔΙ. Θὰ σοῦ πῶ λοιπὸν ἐγώ. Εἶναι ὁ τόκος22 μέσα στὸ καλὸ καὶ ὡς πρὸς τὸ σῶμα καὶ ὡς πρὸς τὴν ψυχή.
    ΣΩ. Αὐτὰ ποὺ λές Διοτίμα, χρειάζονται μαντικὲς ἱκανότητες καὶ δὲν τὰ καταλαβαίνω.
γ
    ΔΙ. Θὰ μιλήσω λοιπὸν μὲ μεγαλύτερη σαφήνεια. Διότι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι Σωκράτη, κυοῦν23 καὶ ὡς πρὸς τὸ σῶμα καὶ ὡς πρὸς τὴν ψυχή, ὅταν ὅμως φτάσουν σὲ κάποια ἡλικία, ἡ φύση μας ἐπιθυμεῖ νὰ τεκνοποιήσει. Δὲν μπορεῖ ὅμως νὰ τεκνοποιήσει μέσα στὸ αἰσχρό, ἀλλὰ μόνο μέσα στὸ καλό. Δηλαδή, ἡ συνουσία τοῦ ἄνδρα καὶ τῆς γυναίκας εἶναι τόκος. Αὐτὸ τὸ πρᾶγμα εἶναι θεϊκό, καὶ μέσα στὸ θνητὸ ζῶο μόνο αὐτὸ ὑπάρχει ἀθάνατο, ἡ κύηση καὶ ἡ γέννηση. Αὐτὰ ὅμως εἶναι ἀδύνατον νὰ δημιουργηθοῦν
δ
μέσα στὸ ἀνάρμοστο. Καὶ ἀναρμοστο σὲ κάθε θεϊκό εἶναι τὸ αἰσχρὸ, ἐνῶ αὐτὸ ποὺ ἁρμόζει εἶναι τὸ ὡραῖο. Στὴ γέννηση λοιπὸν, ἡ Καλλονὴ παίζει τὸ ρόλο τῆς Μοίρας καὶ τῆς Εἰλείθυιας24. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐκεῖνο ποὺ κυεῖ ὅταν πλησιάζει στὸ ὡραῖο, γίνεται ὁλόχαρο καὶ εὐφραινόμενο διαχύνεται καὶ τίκτει καὶ γεννᾷ, ἐνῶ ὅταν πλησιάζει στὸ αἰσχρό, τότε σκυθρωπὸ καὶ λυπημένο συσπειρώνεται καὶ ἀποφεύγει καὶ ἀπομακρύνεται καὶ δὲν γεννᾷ, ἀλλὰ συγκρατεῖται καὶ μὲ δυσκολία ἀντέχει τὸ κύημα. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ δημιουργεῖται μεγάλη ἔξαψη γιὰ τὸ ὡραῖο σ᾿ αὐτὸν ποὺ κυεῖ καὶ εἶναι στὶς ὁρμὲς του· ἐπειδὴ τὸν ξαλαφρώνει ἀπὸ
ε
μεγάλο πόνο. Ὁ ἔρωτας λοιπὸν Σωκράτη, δὲν εἶναι ἡ ἐπιδίωξη τῆς ἀπόκτησης τοῦ ὡραίου, ὅπως νομίζεις ἐσύ.
    ΣΩ. Καὶ τότε τὶ εἶναι;
    ΔΙ. Ἡ ἐπιδίωξη τῆς γέννησης καὶ τοῦ τόκου μέσα στὸ ὡραῖο.
    ΣΩ. Ἄς εἶναι ἔτσι.
        ΔΙ. Καταλαβαίνεις λοιπόν, γιατὶ εἶναι τῆς γέννησης; διότι ἡ γέννηση καθιστᾷ τὸ θνητὸ ἀειγενὲς καὶ ἀθάνατο. Καὶ
207
σύμφωνα μὲ ὅσα ἔχομε ὡμολογήσει εἶναι ἀναγκαῖο μαζὶ μὲ τὸ ἀγαθὸ νὰ ἐπιδιώκεται ἡ ἀθανασία, ἐὰν βέβαια ὁ ἔρωτας εἶναι ἡ ἀπόκτηση τοῦ ἀγαθοῦ γιὰ πάντα. Καταλήγομε λοιπὸν στὸ συμπέρασμα, ὅτι ὁ ἔρωτας εἶναι καὶ ἡ ἐπιδίωξη τῆς ἀθανασίας.

        ΚΕΦ. 26. Ποιὰ νομίζεις ὅμως, Σωκράτη, ὅτι εἶναι ἡ αἰτία αὐτοῦ τοῦ ἔρωτα καὶ τῆς ἐπιθυμίας; ἤ μήπως δὲν αἰσθάνεσαι τὴν φοβερὴ διάθεση ποὺ ἔχουν ὅλα τὰ θηρία, ὅταν τοὺς ἔρθει ἡ ἐπιθυμία νὰ γεννήσουν, εἴτε αὐτὰ ποὺ περπατοῦν εἴτε αὐτὰ ποὺ πετοῦν, ὅτι ἀρρωσταίνουν ἀπὸ ἐρωτικὴ διάθεση, πρῶτονμὲν γιὰ νὰ ζευγαρώσουν μεταξὺ
β
τους καὶ ἔπειτα γιὰ νὰ βροῦν τροφὴ στὸ νεογέννητο; καὶ ὅτι εἶναι ἕτοιμα ἀκόμη καὶ τὰ ἀσθενέστερα νὰ δώσουν μάχη μὲ τὰ ἰσχυρότερα καὶ νὰ πεθάνουν γιὰ χάρη τους; ἤ μήπως δὲν αἰσθάνεσαι ὅτι δὲν ὑπολογίζουν ἀκόμη καὶ τὴν πεῖνά τους προκειμένου νὰ τὰ μεγαλώσουν, ἀλλὰ κάνουν καὶ ὁτιδήποτε ἄλλο γι᾿ αὐτά; διότι θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ σκεφθεῖ, ὅτι οἱ ἄνθρωποι τὰ κάνουν αὐτὰ ἐξ αἰτίας τῆς λογικῆς τους· ποιὰ εἶναι ὅμως ἡ αἰτία, ὥστε τὰ θηρία νὰ ἔχουν αὐτὴ τὴν ἐρωτικὴ διάθεση; ἔχεις κάτι νὰ πεῖς;
γ
    ΣΩ. Πάλι θὰ σοῦ ἀπαντήσω, ὅτι δὲν ξέρω.
    ΔΙ. Σοῦ περνᾷ ἡ ἰδέα λοιπόν, ὅτι θὰ γίνεις κάποτε δεινὸς στὰ ἐρωτικά, ἐὰν δὲν καταλαβαίνεις αὐτά;
    ΣΩ. Γι᾿ αὐτὸ ἀγαπητὴ Διοτίμα ἦρθα κοντὰ σου, ὅπως σοῦ ἔλεγα καὶ προηγουμένως, ἐπειδὴ κατάλαβα ὅτι χρειάζομαι δασκάλους. Πὲς μου λοιπὸν τὴν αἰτία καὶ αὐτῶν καὶ ὅλων τῶν ἄλλων γύρω ἀπὸ τὰ ἐρωτικά.
    ΔΙ. Ἂν πιστεύεις ὅτι ὁ ἔρωτας ἀπό τὴ φύση του εἶναι ἐκείνου, ποὺ μέχρι τώρα πολλές φορὲς ὡμολογήσαμε,
δ
μὴν ἀπορεῖς. Διότι κι ἐδῶ γιὰ τὸν ἴδιο λόγο ἡ θνητὴ φύση ἀναζητᾷ νὰ παραμείνει ὅσο τὸ δυνατὸν παντοτινὴ καὶ ἀθάνατη. Καὶ αὐτὸ μπορεῖ νὰ τὸ κατορθώσει μόνο μὲ τὴ γέννηση, διότι πάντοτε ἀφήνει στὴ θέση τοῦ παλιοῦ ἕνα ἄλλο νέο, ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου κάθε ζῶο λέμε ὅτι ἐξακολουθεῖ νὰ ζεῖ καὶ νὰ διατηρεῖ τὸ εἶδος του· ὅπως λέμε καὶ ὅτι κάποιος εἶναι ὁ ἴδιος, ἀπὸ τὴν παιδικὴ του ἡλικία μέχρι νὰ γίνει γέρος· αὐτὸς λοιπόν, ἂν καὶ ποτὲ δὲν διατηρεῖ τὰ ἴδια στοχεῖα στὸν ἑαυτὸ του, λέμε ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος· ὅταν ὅμως ἀνανεώνεται, χάνει τὰ παλιὰ στοιχεῖά του σχετικὰ μὲ τὶς τρίχες καὶ τὴ σάρκα καὶ τὰ ὀστᾶ καὶ τὸ αἷμα καὶ
ε
ὁλόκληρο τὸ σῶμα. Καὶ ὄχι μόνο σχετικὰ μὲ τὸ σῶμα, ἀλλὰ καὶ σχετικὰ μὲ τὴν ψυχή· δηλαδή, οἱ τρόποι, τὰ ἤθη, οἱ ἀπόψεις, οἱ ἐπιθυμίες, οἱ ἡδονές, οἱ λῦπες, οἱ φόβοι οὐδέποτε παραμένουν τὰ ἴδια στὸν καθένα μας, ἀλλὰ μερικὰ ἀπ᾿ αὐτὰ δημιουργοῦνται καὶ μερικὰ χάνονται. Ἀλλὰ ἀκόμη πιὸ παράδοξο ἀπ᾿ ὅλα αὐτά, εἶναι αὐτὸ ποὺ συμβαίνει μὲ τὶς ἐπιστῆμες· ὄχι μόνο ἐπειδὴ ἄλλες δημιουργοῦνται καὶ ἄλλες χάνονται μέσα μας, μὲ
208
ἀποτέλεσμα νὰ μὴν εἴμαστε ποτὲ οἱ ἴδιοι οὔτε σχετικὰ μὲ τὶς ἐπιστῆμες, ἀλλὰ καὶ κάθε μία ἐπιστήμη χωριστὰ παθαίνει τὸ ἴδιο. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἡ ἐπιστήμη χάνεται, ἐπιβάλλεται νὰ μελετᾶμε· διότι ἡ λήθη εἶναι ἔξοδος τῆς ἐπιστήμης, ἡ μελέτη ὅμως δημιουργεῖ καινούργια μνήμη ἀντὶ τῆς χαμένης καὶ ἔτσι διασώζει τὴν ἐπιστήμη, ὥστε νὰ θεωρεῖται ὅτι εἶναι ἡ ἴδια. Μόνο μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο, λοιπόν, διασώζεται ὁλόκληρο τὸ θνητὸ γένος, ὄχι δηλαδὴ μὲ τὸ νὰ εἶναι αἰώνια τὸ ἴδιο, ὅπως συμβαίνει μὲ τὸθ εϊκό, ἀλλὰ μὲ τὸ νὰ
β
ἐγκαταλείπει νέο ἴδιο μὲ τὸν ἑαυτὸ του, αὐτὸ ποὺ παλιώνει καὶ φεύγει. Μ᾿ αὐτὴ τὴ διαδικασία, Σωκράτη, τὸ θνητὸ μετέχει στὴν ἀθανασία, καὶ τὸ σῶμα καὶ ὅλα τὰ ἄλλα· ἐνῶ τὸ ἀθάνατο μὲ ἄλλη. Μὴν ἀπορεῖς, λοιπόν, ἂν τὸ καθένα ἐκ φύσεως ἀγαπᾷ τὸ δικὸ του δημιούργημα. Διότι, πρὸς χάριν τῆς ἀθανασίας ὑπάρχει στὸ καθένα αὐτὸς ὁ πόθος καὶ ἡ ἐρωτικὴ προδιάθεση.

        ΚΕΦ. 27 ΣΩ. (μὲ θαυμασμό). Ὦ σοφὴ Διοτίμα, στ᾿
γ
ἀλήθεια, ἔτσι εἶναι ὅλα αὐτὰ;
    ΔΙ. Καλὰ κατάλαβες, Σωκράτη· ἐπειδὴ, ἂν ρίξεις μιὰ ματιά καὶ στὴ φιλοδοξία τῶν ἀνθρώπων, θὰ ἐκπλαγεῖς ἀπὸ τὸν παραλογισμό, ὅταν θυμηθεῖς μὲ πόση μανία ἐπιδιώκουν νὰ γίνουν ξακουστοὶ καὶ δ ό ξ α ἀ θ ά ν α τ η ν' ἀ φ ή σ ο υ ν ε γ ι ὰ π ά ν τ α, καὶ ὅλοι εἶναι ἕτοιμοι νὰ διακινδυνεύσουν πολὺ περισσότερο γιὰ τὴ δόξα παρὰ γιὰ τὰ παιδιὰ τους, καὶ
δ
χρήματα νὰ σπαταλήσουν καὶ νὰ πονέσουν, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ νὰ πεθάνουν. Μήπως νομίζεις, ὅτι θὰ πέθαινε ἡ Ἄλκιστη25 γιὰ χάρη τοῦ Ἄδμητου, ἤ ὅτι ὁ Ἀχιλλέας θὰ πέθαινε μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Πάτροκλου, ἤ ὅτι θὰ σκοτωνόταν ὁ Κόδρος γιὰ χάρη τῆς βασιλείας τῶν παιδιῶν του, ἂν δὲν πίστευαν ὅτι θὰ μείνει ἀθάνατη ἡ μνήμη γιὰ τὴν ἀρετὴ τους, τὴν ὁποία ἔχομε τώρα ἐμεῖς; Ὄχι βέβαια· ἀλλὰ νομίζω ὅτι ὅλα αὐτὰ τὰ κάνουν γιὰ χάρη τῆς ἀθάνατης ἀρετῆς καὶ τῆς ἔνδοξης φήμης· καὶ ὅσο πιὸ ἀγαθοὶ εἶναι, τόσο περισσότερο ἐνεργοῦν ἔτσι, διότι ἐρωτεύονται τὴν
ε
ἀθανασία. Ὅσοι λοιπὸν ἐγκυμονοῦν σωματικά, στρέφονται περισσότερο πρὸς τὶς γυναῖκες καὶ ἐρωτοτροποῦν, ἐπειδὴ νομίζουν ὅτι μὲ τή γέννηση παιδιῶν θὰ ἀποκτήσουν στὸ μέλλον ἀθανασία καὶ μνήμη καὶ εὐδαιμονία. Ὅσοι πάλι
209
ἐγκυμονοῦν ψυχικά ― διότι ὑπάρχουν καὶ ἐκεῖνοι ποὺ κυοῦν πολὺ περισσότερο στὶς ψυχὲς παρὰ στὰ σώματα ― θὰ γεννήσουν ἐκεῖνα ποὺ ἁρμόζουν στὴν ψυχή νὰ κυεῖ καὶ νὰ τίκτει· καὶ αὐτὰ ποὺ ἁρμόζουν στὴν ψυχὴ, εἶναι ἡ φρόνηση καὶ ἡ ὑπόλοιπη ἀρετὴ· οἱ γεννήτορες αὐτῶν, εἶναι ὅλοι οἱ ποιητὲς καὶ ὅσοι ἀπὸ τοὺς δημιουργοὺς λέγονται ὅτι εἶναι ἐφευρέτες· ὅμως πολὺ ἀνώτερη καὶ ὡραιότερη ἀρετὴ ἀπὸ τὴ φρόνηση, εἶναι αὐτὴ ποὺ ὀργανώνει τὶς πολιτεῖες καὶ τὴν κατοίκισή τους, τῆς ὁποίας τὸ ὄνομα εἶναι σωφροσύνη καὶ δικαιοσύνη. Αὐτὲς τὶς ἀρετὲς λοιπόν, ὅταν
β
ἀπὸ νέος τὶς ἐγκυμονεῖ κάποιος ποὺ ἔχει θεϊκὴ ψυχή, καὶ μόλις φτάσει ἡ ἡλικία ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ τίκτει καὶ νὰ γεννήσει, νομίζω ὅτι ἀρχίζει νὰ περιφέρεται ἀναζητῶντας τὸ καλὸ μέσα στὸ ὁποῖο θὰ γεννήσει· διότι μέσα στὸ ἄσχημο οὐδέποτε θὰ γεννήσει. Κατὰ τὴν κύηση λοιπόν, ἀποδέχεται τὰ ὡραῖα σώματα περισσότερο παρὰ τὰ ἄσχημα, ἐὰν ὅμως μέσα σ᾿ αὐτὰ συμπτωματικὰ ὑπάρχει ψυχὴ εὐγενικὴ καὶ γενναία καὶ εὐφυὴς, τότε ἀποδέχεται πολὺ περισσότερο αὐτὸ τὸ συνδυασμὸ. Ἕνα τέτοιο ἄνθρωπο, ἀμέσως τὸν ἐμπλουτίζει μὲ λόγια γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ γύρω ἀπὸ τὸ πῶς πρέπει νὰ συμπεριφέρεται καὶ μὲ τὶ νὰ ἀσχολεῖται ὁ ἀγαθὸς
γ
ἄνδρας, καὶ γενικὰ προσπαθεῖ νὰ τὸν ἐκπαιδεύσει. Διότι νομίζω, ὅταν ἔλθει σὲ ἐπαφή μὲ τὸ καλὸ καὶ ὅταν τοῦ μιλάει, αὐτὰ ποὺ κυοῦσε ἀπὸ παλιὰ, τὰ τίκτει καὶ τὰ γεννᾷ, καὶ τὰ σκέφτεται εἴτε εἶναι παρὼν εἴτε ἀπουσιάζει, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ ποὺ γεννήθηκε τὸ διαμορφώνει ἀπὸ κοινοῦ μ᾿ ἐκεῖνον. Ὥστε, αὐτοὶ διατηροῦν μεταξὺ τους πολὺ μεγαλύτερη ἐπικοινωνία ἀπὸ τὴν παιδικὴ καὶ πολὺ πιὸ σταθερὴ φιλία, διότι ἔχουν ἐνωθεῖ καὶ μὲ πιὸ ὄμορφα καὶ μὲ πιὸ ἀθάνατα παιδιὰ. Καὶ ὁ καθένας, θὰ προτιμοῦσε νὰ ἔχει γεννήσει τέτοια παιδιά, παρὰ ἀνθρώπινα. Κι ἂν ρίξεις μιὰ ματιὰ στὸν
δ
Ὅμηρο καὶ τὸν Ἡσίοδο καὶ τοὺς ἄλλους ἀγαθοὺς ποιητές θὰ τοὺς ζηλέψεις, γιὰ τὰ παιδιὰ ποὺ ἀφήνουν πίσω τους, ἐπειδή, σὰν τέτοια ποὺ εἶναι, τοὺς παρέχουν ἀθάνατη δόξα καὶ μνήμη. Ἂν θέλεις πάλι, κοίταξε τὰ παιδιὰ ποὺ ἄφησε ὁ Λυκοῦργος στὴ Σπάρτη καὶ στοὺς Σπαρτιᾶτες, γιὰ νὰ μὴν πῶ σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα. Καὶ σὲ σᾶς ὅμως εἶναι τιμημένος ὁ Σόλωνας γιὰ τὴ γέννηση τῶν νόμων, ἀλλά καὶ πολλοὶ
ε
ἄλλοι ἄνδρες σὲ πολλὰ μέρη τῆς Ἑλλάδας καὶ τῶν βαρβάρων, ἔχουν ἀφήσει πολλὰ καὶ ὡραῖα ἔργα, ποὺ γέννησαν κάθε εἴδους ἀρετή. Σ᾿ αὐτοὺς, ἤδη ἔχουν ἀφιερωθεῖ πολλὰ ἱερὰ ἐξ αἰτίας αὐτῶν τῶν παιδιῶν, ἐνῶ γιὰ τὰ ἀνθρώπινα παιδιὰ τους, κανένα μέχρι σήμερα.

        ΚΕΦ. 28. Σ᾿ αὐτὰ λοιπὸν τὰ ἐρωτικὰ, Σωκράτη, ἴσως
210
θὰ μποροῦσες καὶ σὺ νὰ μυηθεῖς. Τὰ τέλεια ὅμως καὶ ἐποπτικά μυστήρια (δηλ. τὰ ἀνώτατα), ἐξ αἰτίας τῶν ὁποίων ὑπάρχουν καὶ αὐτὰ, δὲν γνωρίζω ἂν μπορέσεις νὰ τὰ παρακολουθήσεις, ἂν κάποιος τὰ παρουσιάσει μὲ ἀκρίβεια, ἐγὼ ὅμως θὰ σοῦ τὰ πῶ καὶ δὲν θὰ μοῦ λείψει ἡ προθυμία. Προσπάθησε λοιπὸν ὅσο μπορεῖς νὰ παρακολουθήσεις. Ὅποιος ἀκολουθεῖ τὴ σωστὴ πορεία σχετικὰ μ᾿ αὐτὴ τὴ δραστηριότητα, ἐπιβάλλεται νὰ ἀρχίσει ἀπ᾿ ὅταν εἶναι νέος νὰ πλησιάζει τὰ ὡραῖα σώματα καὶ, ἐὰν τὸν καθοδηγεῖ σωστά ὁ καθοδηγητὴς του, θὰ πρέπει ἀρχικὰ νὰ ἐρωτευθεῖ ἕνα σῶμα καὶ σ᾿ αὐτὸ νὰ γεννᾷ ὡραίους λόγους καὶ στὴ συνέχεια, θὰ πρέπει ὁ ἴδιος νὰ κατανοήσει, ὅτι τὸ κάλλος ὁποιουδήποτε σώματος καὶ τὸ κάλλος ποὺ ὑπάρχει σὲ κάποιο ἄλλο σῶμα, ἔχουν ἀδελφικὴ σχέση
β
μεταξύ τους. Καὶ ἂν πρέπει νὰ ἐπιδιώκει τὸ ὡραῖο στὸ σύνολό του, θὰ εἶναι μεγάλη ἀνοησία ἂν δὲν σκέφτεται ὅτι τὸ κάλλος σὲ ὅλα τὰ σώματα, εἶναι ἕνα καὶ τὸ αὐτό. Ἀφοῦ λοιπὸν τὸ κατανοήσει αὐτὸ, θὰ πρέπει νὰ γίνει ἐραστὴς ὅλων τῶν ὡραίων σωμάτων, ἐνῶ τὴν ὀμορφιὰ τοῦ ἑνὸς σώματος νὰ τὴν θεωρήσει μικρῆς ἀξίας καὶ μὲ σφοδρότητα νὰ τὴν ἀποβάλει καὶ νὰ τὴν περιφρονήσει. Μετὰ ἀπ᾿ αὐτά, θὰ πρέπει νὰ σκεφθεῖ ὅτι τὸ κάλλος τῶν ψυχῶν ἔχει πολὺ μεγαλύτερη ἀξία ἀπὸ τὸ κάλλος τῶν σωμάτων, ὁπότε, θὰ πρέπει νὰ ἀρκεσθεῖ καὶ νὰ ἐρωτευθεῖ κάποιον ποὺ ἔχει
γ
ψυχικὴ ὀμορφιὰ ἀκόμη καὶ ἂν ἔχει ἀσήμαντο σωματικὸ κάλλος, καὶ νὰ τὸν φροντίζει καὶ νὰ ἀναζητᾷ καὶ νὰ τίκτει τέτοιους λόγους ποὺ βελτιώνουν τοὺς νέους, γιὰ νὰ ἀναγκασθεῖ ἀκόμη νὰ παρατηρήσει τὴν ὀμορφιὰ ποὺ ὑπάρχει στὰ ἐπιτηδεύματα26 καὶ στοὺς νόμους καὶ νὰ ἀντιληφθεῖ τὴν καθολικὴ συγγένειά τους μὲ τὴν ψυχικὴ ὀμορφιά, ὥστε νὰ θεωρήσει ὅτι τὸ σωματικὰ ὡραῖο εἶναι ἀνάξιο λόγου. Μετὰ ἀπὸ τὰ ἐπιτηδεύματα νὰ ὁδηγηθεῖ πρὸς τὶς ἐπιστῆμες, γιὰ νὰ ἀντιληφθεῖ τὸ κάλλος τῶν ἐπιστημῶν, καὶ βλέποντας πρὸς τὴν ἀφθονία τοῦ ὡραίου, νὰ μὴν
δ
ξαναενδιαφερθεῖ γι᾿ αὐτὰ ποὺ ὑπάρχουν στὸ ἕνα, ἀγαπῶντας τὸ κάλλος ἑνὸς μικροῦ παιδιοῦ ἤ κάποιου ἀνθρώπου ἤ ἑνὸς ἐπιτηδεύματος, ὅπως ὁ ζητιάνος ποὺ εἶναι ἄθλιος καὶ μικροπρεπής, ἀλλὰ στρέφοντας καὶ ἀτενίζοντας πρὸς τὸ ἀπέραντο πέλαγος τοῦ ὡραίου νὰ τίκτει λόγους ὡραίους καὶ μεγαλοπρεπεῖς καὶ σκέψεις μὲ φιλοσοφικὸ περιεχόμενο. Σ᾿ αὐτὸ τὸ σημεῖο θὰ πρέπει νὰ παραμείνει γιὰ νὰ δυναμώσει καὶ νὰ ὡριμάσει, μέχρι νὰ καταφέρει νὰ δεῖ κάποια ἐπιστήμη ποὺ εἶναι μία καὶ μοναδική, δηλαδὴ τὴν ἐπιστήμη ποὺ ἀναφέρεται σ᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ ὡραῖο.
ε
Προσπάθησε ὅμως, ὅσο σοῦ εἶναι δυνατόν, νὰ δώσεις ἰδιαίτερη προσοχὴ στὸ συλλογισμὸ μου.

        ΚΕΦ. 29. Αὐτὸς λοιπὸν ποὺ θὰ διαπαιδαγωγηθεῖ στὰ ἐρωτικὰ μυστήρια μέχρι αὐτὸ τὸ σημεῖο, παρακολουθῶντας διαδοχικὰ καὶ μὲ σωστὸ τρόπο τὰ ὡραῖα, ὅταν θὰ ἔχει φθάσει ἤδη στὸ τέλος τῶν ἐρωτικῶν, ξαφνικὰ θὰ ἀντικρύσει κάτι ἐκπληκτικὰ ὡραῖο ὡς πρὸς τὴν φύση, αὐτὸ ἀκριβῶς, Σωκράτη, ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου προηγήθηκαν καὶ ὅλες οἱ
211
ἐπίπονες προσπάθειες, τὸ ὁποῖο κατ᾿ ἀρχὴν ὑπάρχει αἰώνια καὶ οὔτε γίνεται οὔτε χάνεται, οὔτε αὐξάνεται οὔτε ἐλαττώνεται, ἔπειτα δὲν εἶναι ἀπὸ τὴ μιὰ ὡραῖο κι ἀπὸ τὴν ἄλλη ἄσχημο, οὔτε ἄλλοτε μὲν εἶναι ὡραῖο καὶ ἄλλοτε ὄχι, οὔτε σὲ σχέση μὲ τὸ ὡραῖο, οὔτε σὲ σχέση μὲ τὸ ἄσχημο. Οὔτε ἀλλοῦ εἶναι ὡραῖο κι ἀλλοῦ ἄσχημο, οὔτε γιὰ κάποιους εἶναι ὡραῖο καὶ γιὰ κάποιους ἄσχημο, οὔτε πάλι τὸ ὡραῖο θὰ τοῦ φανεῖ ὅτι μοιάζει μὲ κάποιο πρόσωπο οὔτε μὲ χέρια οὔτε μὲ κανένα ἄλλο ἀπ᾿ αὐτὰ ποὺ ἔχει τὸ σῶμα, οὔτε σὰν κάποιος λόγος οὔτε σὰν κάποια ἐπιστήμη, οὔτε σὰν κάτι ποὺ ὑπάρχει μέσα σὲ ἄλλο, ὅπως γιὰ παράδειγμα μέσα σὲ ζῶο ἤ μέσα στὴ γῆ ἤμέσα στὸν οὐρανὸ ἤ μέσα σὲ
β
κάποιο ἄλλο, ἀλλὰ αὐτὸ καθ’ αὑτὸ μεθ’ αὑτοῦ27 μονοειδὲς, ποὺ ὑπάρχει αἰώνια· ἐνῶ ὅλα τὰ ἄλλα ὡραῖα συμμετέχουν σ᾿ ἐκεῖνο μὲ ἕνα τέτοιο τρόπο, ὥστε ὅταν τὰ ἄλλα γίνονται καὶ χάνονται, ἐκεῖνο νὰ μὴ γίνεται καθόλου περισσότερο ἤ λιγότερο, οὔτε νὰ παθαίνει τίποτα ἄλλο· κάποιος λοιπὸν ποὺ ξεκινᾷ ἀπ᾿ αὐτὰ γιὰ νὰ ἀσκηθεῖ μὲ τὸ σωστὸ τρόπο στὴν παιδεραστία, ὅταν ἀρχίσει νὰ ἀντικρύζει ἐκεῖνο τὸ ὡραῖο, τότε σχεδὸν ἀγγίζει τὸ τέλειο. Αὐτὸ σημαίνει τὸ νὰ προσεγγίσει κάποιος μὲ τὸ σωστὸ τρόπο τὰ ἐρωτικὰ ἤ νὰ
γ
ὁδηγηθεῖ ἀπὸ ἄλλον· ἀρχίζοντας δηλαδὴ ἀπὸ τὰ ἐδῶ ὡραῖα, πάντα νὰ ἐπανέρχεται ἐξ αἰτίας ἐκείνου τοῦ ὡραίου, ἀκριβῶς σὰν νὰ χρησιμοποιεῖ σκαλοπάτια, ἀπὸ τὸ ἕνα στὰ δύο καὶ ἀπὸ τὰ δύο σὲ ὅλα τὰ ὡραῖα σώματα, καὶ ἀπὸ τὰ ὡραῖα σώματα στὰ ὡραῖα ἐπιτηδεύματα, καὶ ἀπὸ τὰ ὡραῖα ἐπιτηδεύματα στὰ ὡραῖα μαθήματα, ὥσπου ἀπὸ τὰ μαθήματα νὰ καταλήξει σ᾿ ἐκεῖνο τὸ μάθημα, τὸ ὁποῖο δὲν εἶναι μάθημα κανενὸς ἄλλου ἐκτὸς ἐκείνου τοῦ ἴδιου τοῦ ὡραίου, καὶ καταλήγοντας, νὰ γνωρίσει αὐτὸ ποὺ εἶναι
δ
πραγματικὰ ὡραῖο. Σ᾿ αὐτὴ τὴ στιγμὴ τῆς ζωῆς, ἀγαπητὲ φίλε Σωκράτη, ὅσο σὲ καμμιὰ ἄλλη, ἀξίζει νὰ ζήσει ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ ἀντικρύσει αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ ὡραῖο, τὸ ὁποῖο ἐὰν τύχει κάποτε νὰ τὸ δεῖς, οὔτε σὰν τὸ χρυσάφι θὰ σοῦ φανεῖ ὅτι εἶναι οὔτε σὰν τὴ φορεσιὰ οὔτε σὰν τὰ ὡραῖα παιδιὰ καὶ τοὺς νεαρούς, τοὺς ὁποίους βλέποντας τώρα ἔχεις μείνει ἔκπληκτος καὶ εἶσαι ἕτοιμος καὶ σὺ καὶ πολλοὶ ἄλλοι, ἂν ἦταν δυνατὸν, οὔτε νὰ τρῶτε οὔτε νὰ πίνετε, ἀλλὰ μόνο νὰ τοὺς βλέπετε καὶ νὰ εἶστε συνεχῶς ἀνάμεσά τους. ῾Επομένως, τὶ θὰ σκεφτόμαστε, ἐὰν σὲ κάποιον δινόταν ἡ εὐκαιρία νὰ δεῖ τὸ ὡραῖο μὲεὐκρίνεια, καθαρό,
ε
ἄμικτο, ὄχι ὅμως πλυμμηρισμένο μὲ ἀνθρώπινες σάρκες καὶ χρώματα καὶ ἄλλα παρόμοια θνητὰ στολίδια, ἀλλὰ μποροῦσε νὰ δεῖ αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ θεϊκὸ ὡραῖο, δηλαδὴ τὸ μ ο ν ο ε ι δ έ ς28 ; Μήπως νομίζεις ὅτι γίνεται ἄσχημη ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ βλέπει πρὸς τὰ ἐκεῖ καὶ μάλιστα ἐκεῖνο πρὸς τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ προσηλώνεται καὶ
212
νὰ συνυπάρχει μὲ αὐτό; Ἤ μήπως δὲν θυμᾶσαι ὅτι μόνο ἐδῶ ἐπιτρέπεται στὸ ὡραῖο νὰ γεννηθεῖ, ἀπὸ ὅποιον τὸ βλέπει μ᾿ αὐτὸ ποὺ ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ δεῖ τὸ ὡραῖο (δηλαδὴ μὲ τὴν ψυχή), μὲ τὸ νὰ τίκτει ὄχι εἴδωλα29 ἀρετῆς, διότι δὲν ἔχει ἐπαφὴ μὲ εἴδωλα, ἀλλὰ ἀληθινὴ ἀρετή, ἐπειδὴ ἐφάπτεται μὲ τὴν ἀλήθεια; Ἤ μήπως ξεχνᾶς ὅτι ἐκεῖνος ποὺ τίκτει καὶ ἀνατρέφει ἀληθινὴ ἀρετὴ, ὑπάρχει ἐλπίδα νὰ γίνει ἀγαπητὸς στοὺς θεοὺς καὶ περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο ἄνθρωπο ἀθάνατος30;
β
Καὶ στὴ συνέχεια, ὁ Σωκράτης εἶπε: Αὐτὰ λοιπόν, ἀγαπητὲ Φαῖδρε καὶ σεῖς οἱ ἄλλοι, εἶπε ἡ Διοτίμα κι ἐγὼ ἔχω πεισθεῖ· καὶ ἐπειδὴ ἔχω πεισθεῖ, προσπαθῶ νὰ πείθω καὶ τοὺς ἄλλους, ὅτι γιὰ τὴν κατάκτηση τῆς ἀθανασίας, ἡ ἀνθρώπινη φύση δὲν θὰ βρεῖ καλύτερο συνεργάτη ἀπὸ τὸν Ἔρωτα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ λέω βέβαια ὅτι κάθε ἄνδρας ἐπιβάλλεται νὰ τιμᾷ τὸν Ἔρωτα, κι ἐγὼ τιμῶ τὰ ἐρωτικὰ καὶ τὰ ἀσκῶ μὲ ἰδιαίτερη φροντίδα ἀλλὰ καὶ τοὺς ἄλλους παρακινῶ· καὶ ὄχι μόνο τώρα, ἀλλὰ πάντα ἐγκωμιάζω, ὅσο μπορῶ, τὴ δύναμη καὶ τὴν ἀνδρεία τοῦ Ἔρωτα. Ἂν
γ
θέλεις λοιπόν, ἀγαπητὲ Φαῖδρε, θεώρησε ὅτι αὐτὸς ὁ λόγος ἔχει εἶπωθεῖ σὰν ἐγκώμιο γιὰ τὸν Ἔρωτα, ἀλλοιῶς δῶσ᾿ του ὅποιο ὄνομα σοῦ ἀρέσει.