Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2010

Η ΗΔΟΝΗ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ - Η ΕΥΔΑΙΜΟΝΙΑ ΚΑΙ Η ΜΕΣΟΤΗΤΑ

Η ανακοίνωση αυτή δημοσιεύθηκε το1996 στον τόμο πρακτικών του Συνεδρίου
«Η ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗ ΗΘΙΚΗ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΗΣ»,
σε έκδοση της Εταιρείας Αριστοτελικών Μελετών «Το Λύκειον»
Ο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Περίληψη ανακοινώσεως:

Ο Αριστοτέλης θεωρούσε ότι η αξία της ηδονής εξαρτάται από την αξία της ενέργειας που την προκαλεί. Η ηδονή συμπληρώνει με φυσικό τρόπο κάθε ενέργεια. Ο ενάρετος άνθρωπος αισθάνεται ηδονή από την πραγμάτωση του αγαθού και του ωραίου. Οπωσδήποτε η ηδονή δεν είναι αυτοσκοπός. O Αριστοτέλης περιέγραψε (πριν τον Επίκουρο και τους Στωικούς) τις έννοιες της καταστηματικής ηδονής και της απαθείας και ενδεχομένως τους επηρέασε. Επίσης, πρωτοανήγγειλε τον μετέπειτα Συμπεριφορισμό του Παυλώφ."
Η παρούσα εισήγηση εστιάζει κατά βάσιν την προσπάθειά της στα ίδια τα κείμενα του Αριστοτέλους, τα οποία αναφέρονται στην έννοια της ηδονής. Ήτοι, κυρίως στα Ηθικά Νικομάχεια, βιβλία Α, B, Γ, Η, Θ, Ι και Κ, και δευτερευόντως στα Ηθικά Ευδήμεια, βιβλία Α, Β και Θ.
Για τον λόγο αυτόν πρέπει να εκληφθεί ως προκαταρκτική μελέτη της έννοιας της ηδονής κατά τον Αριστοτέλη και κάποιων μη ευρέως γνωστών επιδράσεων επί μεταγενεστέρων διανοητών και όχι ως πλήρης μελέτη.
Όπως και οι περισσότεροι αρχαίοι Έλληνες, έτσι και ο Αριστοτέλης πίστευε ότι η βασική επιδίωξη του κάθε ανθρώπου είναι η ευδαιμονία. Πρόκειται για το αγαθόν, το οποίο επιδιώκουμε χάριν του ιδίου (1). Όμως, υπήρχε και υπάρχει διαφωνία ως προς το ποίο είναι το περιεχόμενο της ευδαιμονίας.
Στα Ηθικά Νικομάχεια(2) αναγνωρίζεται ότι οι πολλοί άνθρωποι θεωρούν την ηδονή ως ευδαιμονία και για τον λόγον αυτόν διάγουν "βίον απολαυστικόν".
Ακόμα και η συνήθης αντίληψη του όρου ηδονή περιορίζεται στις σωματικές ηδονές, διότι όλοι ασχολούνται με αυτές και τις επιδιώκουν.(3)
Αλλά ο Σταγιρίτης, αν και αναγνωρίζει την λαϊκή αντίληψη περί ηδονής, δεν την παραδέχεται. Ορίζει την ευδαιμονία ως ενέργεια της ψυχής "κατ' αρετήν τελείαν". Ήτοι, ως την ενεργητική ψυχική κατάσταση, η οποία συμφωνεί προς την τέλεια αρετή.(4) Όμως, ποίο είναι το εύρος της εννοίας της ηδονής, την οποία κατά κάποιον τρόπο υποβαθμίζει αξιολογικώς σε σύγκριση προς την έννοια της αρετής;
Ο Αριστοτέλης παρατηρεί ότι η ηδονή είναι κοινή στα ζώα(5) και ριζώνει στον άνθρωπο ήδη από την νηπιακή του ηλικία.(6) Ειδικότερα, τις ηδονές, οι οποίες προέρχονται από την αφή και την γεύση, τις θεωρεί σε γενικές γραμμές ζωώδεις και ακόλαστες.(7) Πρωτίστως, θεωρεί την υπερβολή ως προς αυτές τις ηδονές ως εντελώς απαράδεκτη.(8)
Ο φιλόσοφος της καταλλήλου μεσότητος δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν να αντιμετωπίσει τα άλογα πάθη, τις επιθυμίες και τον έρωτα με αυστηρή διάθεση. Κατακρίνει μόνο τις υπερβολές τους.(9) Γνωρίζει ότι τα παιδιά και τα θηρία επιδιώκουν τις ηδονές. Όμως, αναγνωρίζει ότι η ηδονή δεν είναι υπέρτατο αγαθό.(10)
Κατά τον Αριστοτέλη το επιθυμητικόν πρέπει να βρίσκεται σε συμφωνία με το άρχον στοιχείο της ψυχής, τον λόγον.(11) Αυτή η άποψη έχει ως συνέπεια την λογικοποίηση των αλόγων πλευρών της ψυχικής διαστάσεως του ανθρώπου.
Ο φιλόσοφος καταδικάζει τα άκρα και παραδέχεται ότι ορισμένες ηδονές είναι αναγκαίες, ενώ άλλες όχι. Όμως, οι υπερβολές και οι ελλείψεις δεν είναι αναγκαίες.(12)
Η ακολασία και η σωφροσύνη, η ακρασία και η εγκράτεια είναι οι ενέργειες ή έξεις του ανθρώπου, οι οποίες αφορούν την αντιμετώπιση και επιδίωξη των σωματικών ηδονών.(13) Στην μέση μεταξύ υπερβολής και ελλείψεως ως προς την αναζήτηση της ηδονής, βρίσκεται η αρετή της σωφροσύνης.(14) Επίσης, η αρετή της εγκρατείας βρίσκεται μεταξύ της υστερήσεως στην χαρά της ηδονής και του αντιθέτου της, οπότε η ιδανική μεσότης έγκειται στην εγκράτεια.(15)
Μεταξύ του εγκρατούς και του σώφρονος υφίσταται διαφορά: Αν και αμφότεροι δεν παραβιάζουν τον ορθό λόγο χάριν των σωματικών ηδονών, εν τούτοις ο εγκρατής διακατέχεται από κακές επιθυμίες, ενώ αυτό δεν συμβαίνει με τον σώφρονα.(16)
Από την άλλη πλευρά, όπως γράφει ο Αριστοτέλης για την σχέση σώφρονος και φρονίμου, "ο σώφρων φεύγει τας ηδονάς. Έτι ο φρόνιμος το άλυπον διώκει, ου το ηδύ". Δηλαδή, ο σώφρων είναι εκείνος, ο οποίος αποφεύγει τις ηδονές, ενώ ο φρόνιμος αποφεύγει την οδύνη χωρίς να επιδιώκει το ευχάριστο.
Οι ηδονές εμφανίζονται ως εμπόδιο στην φρόνηση, την αρετή την οποία τόσο πολύ εκτιμά ο Σταγιρίτης.(17) Ειδικότερα ως εμπόδιο στην φρόνηση τίθενται οι σεξουαλικές ηδονές, διότι κανείς δεν είναι σε θέση να διανοείται, καθόσον τις δοκιμάζει.
Πάντως, οι ηδονές, οι οποίες οδηγούν σε φυσικές συνήθειες, είναι ευχάριστες, διότι το αγαθό είναι εν μέρει συνήθεια και εν μέρει δράση.(18) Αλλά υπάρχουν και ηδονές, οι οποίες δεν προκαλούν λύπη ή επιθυμία, όπως είναι η θεωρητική μελέτη. Αυτές οι ηδονές δεν συνιστούν επιτακτική φυσική ανάγκη.(19)
Ο Αριστοτέλης, ερευνώντας διεξοδικώς την έννοια της ηδονής, απαντά εν μέρει και εκ των προτέρων στην μετέπειτα αυτού διαμορφωθείσα στωική άποψη περί ηδονής και ιδίως προς τον Χριστιανισμό.(20) "Διό προσδείται ο ευδαίμων των εν σώματι αγαθών και των εκτός και της τύχης, όπως μη εμποδίζηται ταύτα. Οι δε τον τροχιζόμενον και τον δυστυχίαις μεγάλαις περιπίπτοντα ευδαίμονα φάσκοντες είναι, εάν η αγαθός, η εκόντες η άκοντες ουδέν λέγοντες". Ήτοι, για να είναι κανείς ευδαίμων, πρέπει να συντρέχουν και εξωτερικοί προς αυτόν παράγοντες. Ο βασανιζόμενος δεν είναι δυνατόν να είναι ευδαίμων, ακόμα και αν είναι ενάρετος. Το αντίθετο θα ήταν πλήρης παραλογισμός για τον Αριστοτέλη.
Όμως, η ηδονή είναι όντως κάποιο αγαθό. Εαν η ηδονή δεν ήταν αγαθό, ο ευδαίμων δεν θα έπρεπε να ζει μιά ευχάριστη ζωή.(21) Η επιδίωξη τής ηδονής είναι καθολικό φαινόμενο και στους ανθρώπους και στα ζώα, άρα η ηδονή είναι κάποιο άριστο αγαθό.(22)
Κατά κάποιαν ανακολουθίαν, ο Αριστοτέλης ισχυρίζεται στο βιβλίο Κ ότι η ηδονή δεν είναι το αγαθόν. Αλλά διάφορες συγκεκριμένες μεμονωμένες ηδονές είναι τω όντι επιθυμητές.(23)
Όμως, δεν επιδιώκουν όλοι οι άνθρωποι την ίδια ηδονή, αν και ό,τι όλοι επιδιώκουν είναι ένα είδος ηδονής. Ίσως μάλιστα να επιδιώκουν όλοι, όχι ό,τι νομίζουν ή ισχυρίζονται ότι επιδιώκουν, αλλά την ίδια ακριβώς ηδονή, καθόσον όλα τα όντα έχουν κάτι το θεϊκό μέσα τους (πάντα γαρ φύσει έχει τι θείον).(24)
Ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι ο Θεός πάντα χαίρει μία και την αυτή ηδονή. Διότι η ηδονή δεν είναι μόνο ενέργεια της κινήσεως, αλλά και της ακινησίας και η ηδονή έγκειται μάλλον στην ακινησία παρά στην κίνηση.25 (Στην "κίνηση" ο Αριστοτέλης συμπεριλαμβάνει και την "μεταβολή"). Κατ' αυτόν τον τρόπο ο Αριστοτέλης προαναγγέλλει την επικούρειο ηθική φιλοσοφία της καταστηματικής ηδονής, δηλαδή της ηδονής σε ακινησία, χωρίς μεταβολή.
Ο Επίκουρος έδωσε βασική έμφαση σ'αυτήν την άποψη περί ηδονής και την ανήγαγε σε κύριο φιλοσοφικό δόγμα.
Και σε επόμενο εδάφιο των Ηθικών Νικομαχείων ο Αριστοτέλης επανέρχεται στο θέμα της κινήσεως ή μη της ηδονής, όπου καταλήγει στο ότι η ηδονή δεν είναι κίνηση.(26)
Ο φιλόσοφος παρατηρεί ότι η ηδονή απομακρύνει την οδύνη. Αυτός είναι ο λόγος που οι άνθρωποι εξ αιτίας της ισχυρής ηδονής καθίστανται φαύλοι και ακόλαστοι.(27) Όμως, η ηδονή είναι συνυφασμένη με τον άνθρωπο, γι' αυτό και η ανατροφή των νέων γίνεται με την χρησιμοποίηση τόσο της ηδονής, όσο και της οδύνης.(28) Επιδιώκουμε τα ευχάριστα και αποφεύγουμε τα δυσάρεστα.(29) Αυτή η παρατήρηση του Αριστοτέλους, η οποία αναφέρεται στην διαχρονική κοινωνική και εκπαιδευτική πραγματικότητα, προαναγγέλλει την γνωστή σε εμάς θεωρία των "εξαρτημένων αντανακλαστικών του Παυλώφ" και τον ψυχολογικό μπηχεϋβιορισμό, ο οποίος αναφέρεται στην εν γένει εκμαθημένη συμπεριφορά ανθρώπων και ζώων.
Την καταληκτική του αντίληψη περί του τι είναι ηδονή από περιγραφική άποψη, την παρουσιάζει ο Αριστοτέλης στο βιβλίο Κ λέγοντας:
"Κατά πάσαν γαρ αίσθησιν έστιν ηδονή, ομοίως δε και διάνοιαν και θεωρίαν ηδίστη δ' η τελειοτάτη, τελειοτάτη δε η του ευ έχοντος προς το σπουδαιότατον των υπ' αυτήν. Τελοιεί δε την ενέργειαν η ηδονή".(30) Ήτοι, κάθε αίσθηση παρέχει ηδονή, όπως και κάθε θεωρητική αναζήτηση και διανοητική απασχόληση. Η πλέον ευχάριστη ενέργεια είναι η τελειοτάτη, η οποία είναι αυτή η ενέργεια, η οποία προσδιορίζεται από το σπουδαιότερο αντικείμενό της. Η ηδονή αποτελεί την τελείωση, την ολοκλήρωση της ενέργειας. Ποιο είναι όμως το σπουδαιότερο αντικείμενο ενεργειών; Για τον Αριστοτέλη και κάθε άλλον μαθητή του Πλάτωνος δεν θα μπορούσε να είναι τίποτα άλλο από την πνευματική εργασία και δημιουργία!
Ο φιλόσοφος παρατηρεί ότι η ηδονή τελειοποιεί τόσο τις ενέργειες όσο και την ίδια την ζωή, την οποία ποθούν οι άνθρωποι.(31) Χωρίς ενέργεια δεν εμφανίζεται ηδονή. Και με την σειρά της η ηδονή τελειοποιεί κάθε ενέργεια.(32) Η ενέργεια επαυξάνεται, όταν συνοδεύεται από την συγγενή προς αυτήν ηδονή. Όποιος ευχαριστιέται με ό,τι κάνει, το κάνει καλύτερα.(33)
Σε κάθε ενέργεια αντιστοιχεί μία ηδονή. Η ηδονή της ενάρετης πράξεως είναι αξιόλογη, ενώ η ηδονή της κακής πράξεως είναι μοχθηρή. Οι επιθυμίες, οι οποίες κατατείνουν σε καλές πράξεις είναι επαινετές, ενώ αυτές, οι οποίες κατατείνουν σε αισχρές πράξεις, πρέπει να κατακρίνονται.(34)
Χαρακτηρίζουμε φαύλους ως προς τις ηδονές αυτούς που επιδιώκουν τις επαίσχυντες ηδονές. Για τον λόγον αυτόν όλοι συμφωνούν ότι οι αρετές οδηγούν σε απάθεια και ηρεμία μπροστά στις χαρές και τις λύπες, ενώ οι κακίες οδηγούν στα αντίθετα.(35) Κατά μίαν άποψη, λέγει ο Αριστοτέλης, οι αρετές ορίζονται ως "απάθεια".(36) Την έννοια της απάθειας την παρέλαβαν από τον Αριστοτέλη οι Στωικοί και την επεξέτειναν σε συνδυασμό προς τα διδάγματα των Κυνικών.
Αξιολογώντας τις ηδονές, ο Αριστοτέλης δέχεται ότι οι ηδονές, οι οποίες τελειώνουν και ολοκληρώνουν τις ενέργειες του τέλειου και μακάριου ανθρώπου, δικαιούνται να λέγονται πρέπουσες ηδονές, ενώ όλες οι άλλες ηδονές κατέχουν δευτερεύουσα θέση, όπως και οι αντίστοιχες ενέργειες.(37) Εφόσον είναι δεδομένο ότι τα ζωντανά όντα ενεργούν, η ενέργειά τους ως πραγματικότητα συνεπάγεται την ολοκληρωμένη τελείωση. Η δράση προσδίδει στα όντα τόσο περισσότερη ευχαρίστηση, όσο τελειότερη γίνεται. Κάθε ον προσπαθεί να επιτύχει διαφορετικά πράγματα και σε κάθε πράξη του συνυπάρχει μία αντίστοιχη ευχαρίστηση. Για τον άνθρωπο τίθεται ως σκοπός του η δράση, η οποία εξασφαλίζει την ευδαιμονία του. Αυτή στηρίζεται στις ενάρετες και πνευματικές-διανοητικές ενασχολήσεις.
Ο Αριστοτέλης κρίνει ως άξια εκτιμήσεως και ευχάριστα εκείνα, τα οποία κρίνονται ως τέτοια για τον ενάρετο άνθρωπο. Ιδιαίτερα στην φύση του σπουδαίου ανθρώπου ταιριάζει η αρετή.(38)
Στα Ηθικά Ευδήμεια ο Σταγιρίτης ορίζει την αρετή ως την βέλτιστη διάθεση ή συνήθεια όλων των πραγμάτων, τα οποία χρησιμοποιούνται ή παράγουν έργο.(39) Κάθε ηθική αρετή σχετίζεται και αναφέρεται στις ηδονές και τις λύπες.(40)
Επομένως, αβιάστως και ελευθέρως προκύπτει το συμπέρασμα ότι "ο ευδαίμων βίος κατ' αρετήν είναι ." (41) Η ηδονή βρίσκεται μέσα στην πράξη. Γι' αυτό και ο αληθώς ευδαίμων θα ζήσει ευχάριστη ζωή.(42)
Άλλωστε, ο άνθρωπος είναι κατ'ουσίαν νους. Επομένως, ο βίος συμφώνως προς τον νου πρέπει να είναι και ο πλέον ευδαίμων βίος.(43)
Ο φιλόσοφος διαπιστώνει ότι η φιλοσοφία παρέχει αξιοθαύμαστες ηδονές ως προς την αγνότητα και την βεβαιότητα και είναι μεγαλύτερη στους κατόχους της σοφίας παρά στους αναζητούντες.(44) Να μία μεγάλη αλήθεια, την οποία δυστυχώς ελάχιστοι θα μπορούσαν σήμερα να αντιληφθούν.
Η φιλία, η οποία στηρίζεται στην ηδονή είναι η φιλία των νέων, αλλά είναι ευμετάβλητη, διότι καθώς μεγαλώνουν, μεταβάλλονται τα ήθη τους και κατά συνέπειαν η αίσθησή τους περί ηδονής. Όμως, η φιλία, η οποία στηρίζεται στην αρετή είναι η φιλία των καλύτερων ανθρώπων.(45)
Όπως είναι γνωστό, υπάρχουν τρία είδη φιλίας, κατ' αρετήν, κατά το χρήσιμον και κατά το ηδύ.(46) Το ανώτατο είδος είναι η φιλία επ' αρετή. Βεβαίως και οι φαύλοι μπορεί να είναι φίλοι από συμφέρον και ηδονή.(47) Όμως, αυτή η φιλία δεν είναι κατ' αρετήν και γι'αυτόν τον λόγο δεν είναι πραγματική φιλία ούτε πρόκειται να διαρκέσει στον χρόνο.
Ο Αριστοτέλης αν και αναγνωρίζει τον ρόλο και την σημασία της ηδονής, εν τούτοις την υποτάσσει στον λόγο και την θέτει σε κατώτερο επίπεδο από την αρετή, στον δρόμο του κάθε ανθρώπου προς την ευτυχία."-

Η ΕΥΔΑΙΜΟΝΙΑ ΚΑΙ Η ΜΕΣΟΤΗΤΑ

Αριστοτέλης έκανε λόγο για την ευδαιμονία ως υπέρτατο σκοπό στη ζωή του ανθρώπου. Όλες οι πράξεις του, ολόκληρο το φάσμα της ανθρώπινης δραστηριότητας αποβλέπει στην ικανοποίηση της ευδαιμονίας. Ο υπέρτατος σκοπός αυτός ονοματίζεται τελικό αίτιο, καθώς αποτελεί την αιτία των αιτιών της ανθρώπινης δημιουργίας. Το κατά πόσο όμως το τελικό αυτό αίτιο ως έννοια παρουσιάζεται πειστικό στα μάτια μας είναι άξιο έρευνας. Ποια είναι εν τέλει η πραγματική ουσία του πολυπόθητου αυτού σκοπού;
Είναι φανερό ότι κάθε άνθρωπος έχει δώσει στον υπέρτατο σκοπό, στο τελικό αίτιο όπως παρουσιάζεται ως έννοια από τον Αριστοτέλη, δικές του διαστάσεις και ποικίλα περιεχόμενα. Οι υπέρτατοι σκοποί λοιπόν διαφέρουν, πηγάζοντας από διαφορετικές νοοτροπίες, προσωπικότητες, συλλογιστικές μεθόδους και διάφορα αξιολογικά κριτήρια.


Εξ ορισμού οι στόχοι τίθενται για να επιτυγχάνονται. Είναι θεμιτή η ύπαρξη πολλών  επιμέρους στόχων, αφού η ανθρώπινη οντότητα βρίσκεται σε διαρκή κινητοποίηση. Φτάνουμε τον ένα στόχο, μεταπηδούμε στον άλλο. Αυτή η ανεξάντλητη ροή της ανθρώπινης κινητικότητας σημαίνει εξέλιξη, σημαίνει πρόοδο. Το τελικό αίτιο της ευδαιμονίας, θα μας πει ο Θ.Πελεγρίνης, ότι «δεν πρέπει να εκληφθεί σαν ένα συγκεκριμένο χρονικό ορόσημο στη ζωή του ανθρώπου, όπου, όταν φτάσει, καθίσταται ευδαίμων, αλλά θα πρέπει να θεωρηθεί ότι υφαίνεται στην κάθε χρονική στιγμή με την τέλεση ορισμένων πράξεων, ή μάλλον με την καθ ορισμένον τρόπο εκτέλεση των πράξεών του.». Αραγε, αυτό να είχε στο μυαλό του και ο Αριστοτέλης  όταν διατύπωνε την προκείμενη θεώρησή του πριν από μερικές χιλιετίες; Αν  πράγματι το εννοούσε δε φαίνεται ιδιαίτερη αδυναμία στον ισχυρισμό του. Ας αντιπαραθέσουμε όμως και την άλλη όψη.
Η αριστοτελική εκδοχή του υπέρτατου αγαθού λοιπόν, χωρίς καμιά συμπληρωματική επεξήγηση, δε φαίνεται να έχει πρακτικό νόημα σε αυτή τη ζωή. Η ευδαιμονία εάν αποτελεί στόχο είναι επιτεύξιμη. Αν επιτευχθεί όμως τότε ποιο το νόημα της ζωής; Δε θα υπάρχει πλέον άλλος σκοπός πέραν του υπέρτατου. Χωρίς στόχο θα σημάνει η άρση της ανθρώπινης κίνησης και η παρασιτική ύπαρξη του ανθρώπου ως εξοφλημένο όν. Το χρέος εξοφλήθηκε, η ευδαιμονία κατακτήθηκε, ζήτω ο πανούργος άνθρωπος που θα καταργήσει ακόμα και την ίδια την ετυμολογία του. Δε θα σημαίνει πλέον «ανω θρώσκω» (δηλ. πορεύομαι προς τα πάνω), αφού δε θα υπάρχει περαιτέρω άνοδος. Εφόσον λοιπόν η ευδαιμονία δε δύναται εννοιολογικά να αποτελέσει σκοπό και ιδιαίτερα τον υπέρτατο, τότε στην καλύτερη περίπτωση υποβαθμίζεται σε μιαν αόριστη αιτία του «είναι», σε μιαν αόριστη έννοια απροσδιόριστης αξίας. Στην προσπάθεια ανεύρεσης λοιπόν του τελικού αιτίου θα μπορούσαμε να τη θέσουμε εκτός συλλογισμού. Όμως δεν είναι έτσι φίλτατε στοχαστή, δεν είναι τόσο προφανές, τόσο εύκολο όσο το φαντάστηκες. Όποια έννοια κι αν τοποθετήσεις στη θέση της ευδαιμονίας  πάλι το ίδιο αποτέλεσμα θα σε περιμένει: Το οποιοδήποτε τελικό αίτιο, ο υπέρτατος σκοπός είναι επιτεύξιμος, ο άνθρωπος φτάνει ως εκεί και εγκλωβίζεται, φτάνει ως εκεί και αυτοαναιρείται. Υπάρχει κάποιο μεγάλο μυστικό λοιπόν που κρύβεται πίσω από το συλλογιστικό αυτό λαβύρινθο. Το τελικό αίτιο ως έννοια δεν αδυνατεί να υφίσταται. Το πρόβλημα είναι ότι το αναζητούμε σε λάθος κατεύθυνση. Ελπίζω να μην έχει παραγκωνισθεί από την ψυχή των ανθρώπων η μόνη αληθινή διέξοδος από αυτόν τον προβληματισμό, ότι δηλαδή υπέρτατος σκοπός είναι η υπέρτατη προσπάθεια. Η ίδια η ανθρώπινη φύση το τεκμηριώνει αυτό, η οποία θέτει με μεγάλη οξυδέρκεια στόχους στις ζωές των ανθρώπων για να εκπληρωθεί η ζωτική αέναη κινητικότητα, να εκπληρωθεί η ίδια η ζωή.
Το «cogito ergo sum» (δηλ. σκέφτομαι άρα υπάρχω) του Ντεκάρτ μετασχηματίζεται τώρα σε «fallor dum sum» (δηλ. πλανώμαι άρα υπάρχω) που αναφώνησε ο ιερός Αυγουστίνος. Η διακοπή της πορείας σημαίνει και το τέλος της ζωής. Ας μην εξαρτούμε τη ζωή μας από την ύπαρξη συγκεκριμένου υπέρτατου στόχου για να μην υπάρξει και πρόωρος θάνατος. Πιστεύω φίλε να κατάλαβες Ιθάκες τι σημαίνουν...
Ως μέσο για την επίτευξη του τελικού αιτίου -της ευδαιμονίας- ο Αριστοτέλης έθεσε την ανθρώπινη στάση μεσότητας, η οποία επιβάλλει τη μετριοφροσύνη και την αποφυγή ακραίων καταστάσεων. Ανάμεσα στον εγωισμό και την ταπεινοφροσύνη επιλέγω την αξιοπρέπεια. Ανάμεσα στο ασίγαστο ορμητικό πάθος και την πλήρη απάθεια επιλέγω το δρόμο της σύνεσης, της πραότητας και του βαθμιαίου προσανατολισμού. Το κατά πόσο όμως η μεσότητα έχει τη δυνατότητα να γενικευθεί επιτυχώς ως ανθρώπινη στάση συμπεριφοράς σε όλους τους τομείς της κοινωνικής και προσωπικής δράσης, χρήζει εξέτασης και προβληματισμού.
Πολλές φορές ο άνθρωπος καλείται να επιλέξει ανάμεσα σε δυο κατευθύνσεις, χωρίς να υφίσταται η παραμικρή δυνατότητα να ακολουθήσει κάποια τρίτη που ενδεχόμενα θα αντιπροσώπευε τη μεσότητα. Τότε δε θα είναι δυνατό να σταθεί το «ίσως» ανάμεσα στο «ναι» και το «όχι». Αλλά και πάλι, ποια θα ήταν η τύχη της ανθρώπινης υπόστασης αν ανάμεσα στο καλό και το κακό διάλεγε το μέτριο; Αν ανάμεσα στην κορυφή και τον πάτο του χάνδακα διάλεγε μια ασφαλή θέση κάπου στην πλαγιά; Δυστυχώς η εφαρμογή αυτής της στάσης αποδεικνύεται ανέφικτη και χωρίς ουσιαστική χρησιμότητα σε πολλές φάσεις της ζωής.
Σε μια κοινωνία μεσότητας η πρόοδος θα προχωρούσε όσο και ένα σαλιγκάρι στο άπειρο. Αν ο Μέγας Αλέξανδρος ακολουθούσε κατά γράμμα τις διδαχές του δασκάλου του δε θα έφτανε στα βάθη της Ασίας για να προσφωνηθεί «Μέγας». Ο Σωκράτης δε θα έφτανε στα άκρα της δικαστικής διαμάχης και θα συνετιζόταν στις υποδείξεις των επιπόλαιων και παρωπιδικών ανθρώπων, οπότε και εμείς σήμερα δε θα τον θαυμάζαμε για το ύψιστο ελεύθερο και ασυγκράτητο φιλοσοφικό του πνεύμα.
Και πιο πρόσφατα όμως. Η σύγχρονη Ελλάδα δε θα υφίστατο αν κάποιοι «τρελοί» ραγιάδες δεν έφταναν στα άκρα του ξεσηκωμού, στα άκρα της αναταραχής και της επανάστασης, ώστε να καταρρεύσει όχι μονάχα ο σουλτανικός ζυγός, αλλά και η πανευρωπαϊκή δεσποτική, τυραννική άρχουσα νοοτροπία των ανακτοβουλίων.
Ακόμα και οι σημαντικότερες επιστημονικές ανακαλύψεις προήλθαν από συγκλονιστικές, ρηξικέλευθες και άκρως πρωτοποριακές ιδέες, όπου η επιβολή της μεσότητας και της μετριοπάθειας θα φάνταζε ξεκαρδιστικό ανέκδοτο. Ακόμα και ο ίδιος ο Αριστοτέλης δε θα υπήρχε αν δεν τον έφερνε στον κόσμο ο άκρατος ερωτικός ενθουσιασμός των γονέων του. Η ίδια η ζωή είναι προϊόν ενός ύψιστου, ενός ακραίου συναισθήματος που πολλές φορές δοκιμάζει τα όρια της ανθρώπινης εσωτερικής υπόστασης, του έρωτα.
Εννοιολογικά ο έρωτας ενέχει ακραίες καταστάσεις που μπορούν
να προκαλέσουν πόνο και θλίψη, αλλά και θεία αγαλλίαση. Η μεσότητα
δεν έχει θέση στο γνήσιο έρωτα. Αυτός μπορεί να φέρει αλλά και να

Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2010

Η έννοια της αρετής στον Αριστοτέλη

Η έννοια της αρετής αποτελεί θεμελιώδη λίθο για την οικοδόμηση της ηθικής φιλοσοφίας του Αριστοτέλη, η οποία παρουσιάζεται, κατά κύριο λόγο, σε τρία έργα: τα Ηθικά μεγάλα, τα Ηθικά Ευδήμεια και τα Ηθικά Νικομάχεια. Σύμφωνα με τον Düring, «στα Ηθικά μεγάλα ο Αριστοτέλης απευθύνεται σε νεαρούς ακροατές και ρίχνει το βάρος στη λογική επιχειρηματολογία και ταξινόμηση• [...] τα Ηθικά Ευδήμεια, με εξαίρεση την εισαγωγή, είναι επιστημονικό μάθημα για προχωρημένους ακροατές της Ακαδημίας• τέλος, τα Ηθικά Νικομάχεια είναι μια έκθεση όχι χωρίς λογοτεχνική πνοή που απευθύνεται σε ευρύ κύκλο ακροατών και αναγνωστών». Η παρούσα μελέτη της αριστοτελικής έννοιας της αρετής βασίζεται στο τρίτο από αυτά.
Μαστοράκη Ανδρονίκη
 
Τα Ηθικά Νικομάχεια ξεκινούν με την παρατήρηση πως «κάθε τέχνη και κάθε επιστημονική έρευνα όπως και κάθε πράξη και κάθε κατόπιν σκέψεως λαμβανόμενη απόφαση φαίνεται ότι αποβλέπει σε κάποιο αγαθό». Ωστόσο, κάθε αγαθό που επιδιώκεται με τις επιμέρους πράξεις στη ζωή κάθε ανθρώπου αποτελεί απλώς ένα ενδιάμεσο στάδιο για την επίτευξη του ύψιστου αγαθού, της «ευδαιμονίας». Τρία είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του υπέρτατου αυτού αγαθού:
α) είναι τέλειο, δηλαδή επιδιώκεται για χάρη του εαυτού του και όχι κάποιου άλλου («το καθ’ αυτό διωκτόν του δι’ έτερον και το μηδέποτε δι’ άλλο αιρετόν των»,
β) είναι αύταρκες, δηλαδή ακόμη κι αν μείνει μόνο του είναι αρκετό για να κάνει τη ζωή άξια επιλογής και
γ) είναι μη συναριθμούμενο, δηλαδή συμπεριλαμβάνει οποιοδήποτε ανθρώπινο αγαθό.
Για να ολοκληρώσει τον ορισμό της ευδαιμονίας ο Αριστοτέλης εισάγει και το επιχείρημα της λειτουργίας:

Το ιδιαίτερο γνώρισμα του ανθρώπου, που τον διακρίνει από όλα τα άλλα είδη έμβιων όντων, είναι η «ψυχής ενέργεια κατά λόγον»• τέλειος είναι ο άνθρωπος που εκτελεί τέλεια αυτή την λειτουργία• και την εκτελεί τέλεια όταν κάθε πράξη του επιτελείται σύμφωνα με την «οικείαν αρετήν». Επομένως:

«το ανθρώπινον αγαθόν ψυχής ενέργεια γίνεται κατ' αρετήν, ει δε πλείους αι αρεταί, κατά την αρίστην και τελειοτάτην. Έτι δ’ εν βίω τελείω.»

Με τον ισχυρισμό ότι η ευδαιμονία είναι ενέργεια της ψυχής που καθοδηγείται από την αρετή ο Αριστοτέλης απομακρύνεται πλέον από την πλατωνική γραμμή της διερεύνησης της ιδέας του αγαθού και στρέφεται προς τη διερεύνηση των «κατ' αρετήν» πράξεων. Πριν την εξέταση της αριστοτελικής έννοιας των ενάρετων πράξεων, ωστόσο, επιβάλλεται μια τελευταία διευκρίνηση όσον αφορά στην ευδαιμονία «εν βίω τελείω». Ο ευδαίμων βίος, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, αφορά το σύνολο της ανθρώπινης ζωής και όχι μόνο σύντομες περιόδους αυτής. Γι’ αυτό και η εύνοια της τύχης είναι απαραίτητη για την απόκτηση της ευδαιμονίας. Εντούτοις, «αυτή η ταύτιση της ευδαιμονίας με την ολότητα του βίου δεν σημαίνει ότι ευδαίμων γίνεται κάποιος μόνο τη στιγμή του θανάτου του, αλλά ότι πρέπει να αντιμετωπίζει την ηθική του ποιότητα υπό την προοπτική της διάρκειας και της συνέχειας».

Η ηθική του Αριστοτέλη, επομένως, είναι σαφώς τελεολογική• «η ηθικότητα, κατά την άποψή του, έγκειται σε ορισμένες πράξεις που γίνονται, όχι επειδή είναι ορθές καθαυτές, αλλά επειδή θα μας φέρουν πιο κοντά στο “ανθρώπινο αγαθό”»
[7]. Το υπέρτατο δε ανθρώπινο αγαθό συλλαμβάνεται από τον σταγειρίτη φιλόσοφο ως ένα σύνολο «ικανοτήτων και δραστηριοτήτων ορθολογικού αυτοκαθορισμού» που εκδηλώνεται μέσα από την καλλιέργεια των αρετών[8]. Σε τι συνίστανται όμως οι αρετές; Και ποια είναι εκείνη η «αρίστη και τελειοτάτη», μέσω της οποίας κατακτάται το ύψιστο αγαθό; Καταρχήν ο Αριστοτέλης περιγράφει τις αρετές ως εκείνες τις ψυχικές διαθέσεις που είναι άξιες επαίνου, και τις διαχωρίζει σε διανοητικές και ηθικές αρετές ανάλογα με το τμήμα της έλλογης ψυχής από το οποίο προέρχονται (ΗΝ A, ΧΙΙΙ ). Σύμφωνα με την αριστοτελική σύλληψη της νοητικής βαθμίδας της ψυχής[9], αυτή αποτελείται «από ένα λογικό μέρος (το οποίο με τη σειρά του διαιρείται στον θεωρητικόν λόγον και στον πρακτικόν λόγον) και από ένα άλογο, στο οποίο ανήκουν τα πάθη, οι επιθυμίες και η βούληση»[10]. Οι διανοητικές αρχές αντιστοιχούν στον θεωρητικό λόγο και οι ηθικές στον πρακτικό. Επιπλέον, οι διανοητικές αρετές βασίζονται, κατά κύριο, στην διδασκαλία – άρα απαιτείται εμπειρία και χρόνος για την ανάπτυξή τους –, ενώ οι ηθικές αρετές βασίζονται στο έθος (ΗΝ 1103a14-18). Λίγο αργότερα δίνεται ο ακριβής ορισμός της ηθικής αρετής:

«Εστί άρα η αρετή έξις προαιρετική, εν μεσότητι ούσα τη προς ημάς, ωρισμένη λόγω και ω αν ο φρόνιμος ορίσειεν»

(ΗΝ 1106b36-1107b2)

Η πρώτη συνιστώσα αυτού του ορισμού αφορά την έννοια της έξης. Σύμφωνα με αυτή, οι ηθικές αρετές δεν είναι ούτε φυσικές ούτε αφύσικες για τον άνθρωπο[11]• υπάρχει στον καθένα η ικανότητα να τις αποκτήσει, αλλά αυτό μπορεί να συμβεί μόνο μέσω του εθισμού (ΗΝ 1103a19-b2). Σημείο εκκίνησης για την διαμόρφωση των έξεων είναι η ηδονή και η λύπη που αισθανόμαστε μετά από κάθε πράξη (ΗΝ 1104b 3-5). Με την επαναλαμβανόμενη εκτέλεση ενάρετων πράξεων διαπλάθουμε σταδιακά το ήθος μας[12]. Λογικό επακόλουθο του συσχετισμού του έθους με τις ηθικές πράξεις είναι πως το αποτέλεσμα των πράξεων καθαυτό δεν αρκεί για να τις κρίνει ως αγαθές• αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση ο πράττων να βρίσκεται στην κατάλληλη προδιάθεση, να πράττει «πώς έχων» (ΗΝ 1105a30). Η ηθική αρετή, με άλλα λόγια, «συνιστά τη “βιωματική προ-κατάληψη” που καθιστά δυνατή την ίδια τη φρόνηση (γι’ αυτό και δεν υφίσταται πραγματική “πράξη” όταν κάποιος ενεργεί υπό καθεστώς εξωτερικής βίας)»[13]. Αποκλειστικός δε υπεύθυνος για την δημιουργία του ηθικού του χαρακτήρα είναι ο ίδιος ο άνθρωπος[14], με αρωγό όμως στην προσπάθειά του την κοινωνία ως καθοδηγητή και παιδαγωγό[15].

Η δεύτερη συνιστώσα του παραπάνω ορισμού αποβλέπει, επίσης, στην υπευθυνότητα του ηθικού ατόμου: η αρετή είναι έξη προαιρετική. Αλλά δεν θα πρέπει να συγχέεται ο όρος προαίρεση, λέει ο Αριστοτέλης, με το εκούσιο. Γιατί εκούσιες είναι και οι ενέργειες των παιδιών και των ζώων, όμως η προαίρεση περιλαμβάνει, εκτός από την εθελούσια ενέργεια, και την επιθυμία, την σκέψη και την εκλογή αυτής (ΗΝ Γ, ΙΙ ). Εισάγεται, δηλαδή, ένα δεύτερο κριτήριο για να χαρακτηριστεί η πράξη ενός ανθρώπου αγαθή: «πρέπει να εκτελείται ύστερα από απόφαση παρμένη με πολύ σκέψη και συνείδηση της ενέργειας που εκτελεί» (ΗΝ 1105a30-31). Αναλυτικότερα, η διαδικασία εκτέλεσης μιας ηθικής πράξης ακολουθεί τέσσερα στάδια. Αρχικά το άτομο προσδιορίζει, αναλύει και συγκρίνει όλες τις εναλλακτικές πράξεις που αφορούν την προκειμένη περίπτωση, στα πλαίσια πάντα των δυνατοτήτων του (ΗΝ 1112a31) (βούλευση)• στη συνέχεια προχωρεί στην επιλογή της καλύτερης των εναλλακτικών πράξεων (κρίση)• έπειτα αποφασίζει ότι θα κάνει πράξη το αποτέλεσμα της κρίσης του (προαίρεση)• και τέλος προχωρά στην εκτέλεση της συγκεκριμένης πράξης (πράξη)[16].

Κρίνουμε, λοιπόν, ως ηθικό έναν άνθρωπο όταν, αφενός, έχει αποκτήσει μια ηθική προδιάθεση μέσω της συνεχούς εκτέλεσης ηθικών πράξεων και, αφετέρου, προαιρείται τις αγαθές πράξεις που εκτελεί. Διότι δεν υφίσταται ηθικότητα χωρίς πράξη, σύμφωνα με τον σταγειρίτη φιλόσοφο. Για να κατορθώσουμε, επομένως, να καταλήξουμε σε πράξεις σύμφωνες με την αρετή, ο Αριστοτέλης μας παρέχει ένα μεθοδολογικό κριτήριο[17]: η αρετή είναι έξη προαιρετική, που βρίσκεται στο μέσον αναφορικά με μας.

«Η δ' αρετή περί πάθη και πράξεις εστίν, εν οις η μεν υπερβολή αμαρτάνεται και η έλλειψις [ψέγεται], το δε μέσον επαινείται και κατορθούται• ταύτα δ' άμφω της αρετής. Μεσότης τις άρα εστίν η αρετή, στοχαστική γε ούσα του μέσου.»

(HN 1106b24-28)

Με βάση την θεωρία της μεσότητας, η ουσία της αρετής, «το τι ην είναι», έγκειται στο μέσον ανάμεσα στις ακρότητες της υπερβολής και της έλλειψης. Η αρετή, όμως, ως ενέργεια, ως άριστη πράξη, δεν αποτελεί μεσότητα αλλά ακρότητα (HN 1107a6-7). Ο ηθικός άνθρωπος οφείλει και δύναται να βρίσκει το μέσον σε μια κατάσταση και να το επιλέγει, και τούτο αποτελεί δύσκολο έργο• «διο και έργον εστί σπουδαίον είναι» (HN 1109a23-24). Η Αριστοτέλης δεν δίνει περισσότερες εξηγήσεις για την μεσότητα• προχωρεί στην περιγραφή των επιμέρους ηθικών αρετών και παρουσιάζει με παραδείγματα την μεσότητα κάθε αρετής σε αντίθεση με τις εκάστοτε ακρότητες. Όπως επισημαίνει ο Σαντάς, «η θεωρία της μεσότητας δε φαίνεται αρκετά λεπτομερής. Στερείται επαρκούς πρακτικού περιεχομένου για την καθοδήγηση των επιλογών»[18]. Ο Αριστοτέλης έχει επίγνωση αυτού του γεγονότος, θεωρεί όμως ότι δεν θα μπορούσε κανείς να μιλήσει με ακρίβεια γι’ αυτό το θέμα και να δώσει έναν κανόνα γενικής ισχύος, καθώς στη διαδικασία εύρεσης της μεσότητας θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλες οι μεταβλητές που λαμβάνουν χώρα σε κάθε ειδική περίσταση (ΗΝ 1104a1-10). Γι’ αυτόν τον λόγο η ηθική πράξη στοχεύει στη μεσότητα «τη προς ημάς» και εναπόκειται «εν τη αισθήσει η κρίσις» (ΗΝ 1109b23).

«Σ’ όλες τις έξεις, για τις οποίες μιλήσαμε, όπως ακριβώς και σ’ όλες τις άλλες υπεισέρχεται κάποιος σκοπός στον οποίο αποβλέπει ο λογικός άνθρωπος για να επιτείνει ή να χαλαρώνει (τις προσπάθειές του). Υπάρχει εξάλλου ένα όριο, δηλ. οι μεσότητες εκείνες, που βρίσκονται ανάμεσα στην υπερβολή και την έλλειψη και ανταποκρίνονται στον ορθό λόγο. [...] Γι’ αυτό και σχετικά με τις έξεις της ψυχής δεν αρκεί να είναι σωστό ό,τι είπαμε, αλλά πρέπει και να εξακριβώσουμε ποιος άραγε είναι ο ορθός λόγος και πώς είναι δυνατό να ορισθεί» (ΗΝ 1138b21-26, 32-34). Με αυτές τις φράσεις ξεκινά το 6ο βιβλίο των Ηθικών Νικομαχείων και εισάγει την ανάλυση της τέταρτης συνιστώσας του ορισμού της αρετής: καθορισμένη από τον λόγο. Ο τριμερής χωρισμός του ανώτερου μέρους της ψυχής αποτελεί την βάση και γι’ αυτήν την ανάλυση.

Η διαδικασία για την εκτέλεση μιας ηθικής πράξης, όπως περιγράφηκε ανωτέρω, αναφέρεται μόνο στα μέσα με τα οποία θα επιτευχθεί ο τελικός στόχος και όχι στον προσδιορισμό του ίδιου του στόχου• επαφίεται δε στον πρακτικό λόγο της έλλογης ψυχής να την φέρει σε πέρας. Πριν από την έναρξη αυτής της διαδικασίας, ωστόσο, θα πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί δύο άλλες λειτουργίες. Πρώτον, ο θεωρητικός λόγος θα πρέπει να έχει θέσει τον τελικό στόχο, δηλαδή ποιο αγαθό πρέπει να αποκτηθεί ή, αλλιώς, ποια πράξη είναι καλή, καθώς έργο της διάνοιας είναι μόνο να αποφαίνεται για την αλήθεια και το ψέμα και δεν έχει τη δυνατότητα να προκαλέσει κίνηση. Δεύτερον, το άλογο μέρος της ψυχής, η «όρεξις», θα πρέπει να έχει ενεργοποιηθεί κατάλληλα ώστε να επιθυμεί την επίτευξη του τελικού στόχου. Από τη στιγμή που η θεωρητική διάνοια αναγνωρίσει κάτι ως αληθές, ως καλό έργο, ο πρακτικός λόγος αναλαμβάνει δράση, αφενός, για να μεταβάλλει αυτή την κρίση σε επιθυμία σταθερή και αμετάβλητη (ΗΝ 1105b1) μέσω της όρεξης και, αφετέρου, για να θέσει το σχέδιο πλεύσης μέσω του νου[19]• «διο ή ορεκτικός νους ή προαίρεσις ή όρεξις διανοητική, και η τοιαύτη αρχή άνθρωπος» (ΗΝ 1139b4-5).

Η ηθική τελειότητα, επομένως, επιτυγχάνεται όταν ο θεωρητικός λόγος αποφαίνεται αληθώς και ο πρακτικός λόγος δρα σωστά, δηλαδή η όρεξη είναι ορθή και ο νους πράττει ορθά.

«ώστ' επειδή η ηθική αρετή έξις προαιρετική, η δε προαίρεσις όρεξις βουλευτική, δει δια ταύτα μεν τον τε λόγον αληθή είναι και την όρεξιν ορθήν, είπερ η προαίρεσις σπουδαία, και τα αυτά τον μεν φάναι την δε διώκειν. »

(ΗΝ 1139a22-26)

Αυτό είναι και το χαρακτηριστικό του φρόνιμου ανθρώπου, ο οποίος αποτελεί την τελευταία συνιστώσα του ορισμού της ηθικής αρετής. Αναγνωρίζει την αλήθεια και, μέσω της ορθής του επιθυμίας και πράξης, γίνεται ο κανόνας και το μέτρο της αρετής για τους άλλους ανθρώπους (ΗΝ 1113a32-33).[20] Εξάλλου, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Βιρβιδάκης: «σύμφωνα με την αριστοτελική θέση για την ενότητα των αρετών (ΗΝ 1144b30-1145a2), θα συνοψίζει στο πρόσωπό του όλες εκείνες τις ιδιότητες που αποτελούν αναγκαίες προϋποθέσεις της ευδαιμονίας»[21].

Η φρόνηση, όμως, εκτός από κύριο γνώρισμα του φρόνιμου ανθρώπου – και συνεπώς μέρος του ορισμού της ηθικής αρετής – είναι και μία από τις διανοητικές αρετές[22]. Επιχειρώντας να την ορίσει ως τέτοια, ο Αριστοτέλης λέει ότι δεν είναι επιστήμη επειδή σχετίζεται με τη πράξη, και η πράξη αφορά τα «καθ’ ἔκαστα» και τα «ενδεχόμενα άλλως έχειν» ενώ η επιστήμη τα «καθόλου» και τα «εξ ανάγκης όντα». Δεν είναι ούτε τέχνη γιατί ο σκοπός της δημιουργίας είναι κάθε φορά διαφορετικός ενώ της πράξης πάντα ένας: η ευπραξία (ΗΝ Ζ, IV-VI). Δεν μένει, λοιπόν, παρά να είναι

«έξιν αληθή μετά λόγου πρακτικήν περί τα ανθρώπω αγαθά και κακά»

(ΗΝ 1149b6-7)

Ο ορισμός αυτός, βέβαια, δεν προσφέρει κανένα καινούργιο στοιχείο. Η χαρακτηριστική ποιότητα της φρόνησης, τελικά, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Βιρβιδάκης, «δεν περιγράφεται μέσα από κάποιο σύστημα κανόνων προς τους οποίους καλείται κανείς να συμμορφωθεί, αλλά καταδεικνύεται από την ικανότητα ευβουλίας που φαίνεται να αποτελεί μη μεταδόσιμο προσόν των προικισμένων με το κατάλληλο, πεπαιδευμένο «εκ της εμπειρίας» «όμμα της ψυχής», φρονίμων»[23].Ανακεφαλαιώνοντας, λοιπόν, «αντικείμενο της φρόνησης είναι τα ανθρώπινα πράγματα, τα πράγματα δηλαδή εκείνα σχετικά με τα οποία μπορεί να κρίνει και ν’ αποφασίζει ο άνθρωπος. Γιατί λέμε ότι η κυριότερη ενέργεια του φρόνιμου ανθρώπου είναι να κρίνει και να αποφασίζει σωστά. Αλλά, όταν πρόκειται για πράγματα που είναι αδύνατον να είναι διαφορετικά ή δεν επιδιώκουν ένα πραγματοποιήσιμο σκοπό, και μάλιστα σκοπό που αποβλέπει σ’ ένα αγαθό που μπορεί να επιτύχει, κανένας δεν μπορεί να κρίνει και να αποφασίζει. Επομένως, απόλυτα φρόνιμος άνθρωπος είναι εκείνος που γνωρίζει, έπειτα από ώριμη σκέψη, ν’ αποκτά αυτό που μπορεί να επιτευχθεί με τη δράση, το υπέρτατο αγαθό» (ΗΝ 1141b7-14).
Θα ήταν, ίσως, λογικό να υποθέσουμε από τα παραπάνω ότι η φρόνηση είναι η τέλεια αρετή μέσω της οποίας προσεγγίζουμε το ύψιστο αγαθό, την ενάρετη ζωή στα πλαίσια του πολιτικού βίου. Ο Αριστοτέλης, όμως, θα μας διαψεύσει. Η σοφία, μας λέει, είναι εκείνη η «αρίστη και τελειοτάτη» αρετή, μέσω της οποίας ο άνθρωπος κατακτά την τέλεια ευδαιμονία. Επισημαίνει, βέβαια, ότι σοφία και φρόνηση είναι αρετές αναγκαίες καθαυτές, ακόμα και αν τίποτε δεν δημιουργούνταν από αυτές, γιατί αποτελούν τις αρετές των δύο μερών της ψυχής, του θεωρητικού και του πρακτικού λόγου, αντίστοιχα (ΗΝ 1144a1-3). Όμως και οι δύο δημιουργούν, αφού είναι απαραίτητες για την σωστή προαίρεση, καθώς «η μεν γαρ το τέλος η δε τα προς το τέλος ποιεί πράττειν» (ΗΝ 1145a5-6). Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που η σοφία είναι ανώτερη από την φρόνηση, όπως η υγεία είναι ανώτερη από την ιατρική (ΗΝ 1145a7-9). Πρόκειται για την αρετή του τελειότερου και θεϊκότερου μέρους του ανθρώπου, του θεωρητικού νου (ΗΝ 1177a12-17). Γι’ αυτό και η προτροπή του Αριστοτέλη «πάντα ποιείν προς το ζην κατά το κράτιστον των εν αυτώ» (ΗΝ 1177b33-34) «δεν μπορεί να ερμηνευθεί παρά μέσα από την μετοχή του ανθρώπου στο θεϊκό στοιχείο, που είναι ο νους»[24].
Ως εκ τούτου, ο ιδεώδης βίος σύμφωνα με τον Αριστοτέλη έγκειται στην ενέργεια εκείνη που ανταποκρίνεται στην αρετή της σοφίας: «ωστ' είη αν η ευδαιμονία θεωρία τις» (ΗΝ 1178b32). Στόχος δε της θεωρίας είναι η θέαση της αλήθειας για το αιώνιο ον. Αυτό που περιγράφει, τελικά, ο Αριστοτέλης ως ιδανική ζωή δεν είναι άλλο από τον τέλειο φιλοσοφικό βίο. Σύμφωνα με τον σταγειρίτη φιλόσοφο, «χωρίς να καθορίζεται από τις ηθικές έξεις, χωρίς να έχει ανάγκη από διαλείμματα, χωρίς να υπόκειται στην τύχη, η θεωρία είναι η συνεχέστερη και πιο ευχάριστη δραστηριότητα που ταιριάζει στο ανθρώπινο ον»[25]. Εντούτοις, σε ελάχιστους και εκλεκτούς δίνεται η δυνατότητα και έχουν την ικανότητα να φτάσουν σε αυτό το επίπεδο τελειότητας. Στους υπόλοιπους αρμόζει να θέτουν ως στόχο ζωής την ευπραξία. Εξάλλου, ακόμα και αυτοί που θα θέσουν ως στόχο ζωής την θεωρία θα πρέπει να μην παραμελήσουν στη διάρκεια της ζωής τους το ευ πράττειν, ώστε να μπορέσουν να διατηρήσουν την νόησή τους καθαρή για να επιδοθούν ανενόχλητοι στις θεωρητικές επιστήμες όταν θα ολοκληρωθούν ως φιλόσοφοι[26]. Αυτός είναι ο λόγος που ο Αριστοτέλης θέτει ως δεύτερο, στην ιεραρχία της ευδαιμονίας, τον ενάρετο βίο στο πλαίσιο της πολιτικής ζωής (ΗΝ Κ, VIII). Δεν θα πρέπει να λησμονούμε, εξάλλου, ότι η νομοθεσία, ως «αρχιτεκτονική φρόνησις» (ΗΝ 1141b25), παίζει καθοριστικό ρόλο στην ευδαιμονία της πολιτείας, εφόσον η μεγάλη μάζα του λαού «από τη φύση της δεν πειθαρχεί από σεβασμό, μα από φόβο, και δεν μένει μακριά από το κακό γιατί είναι ατιμωτικό, αλλά επειδή επιβάλλονται τιμωρίες εναντίον της» (ΗΝ 1179b10-12). Γύρω από αυτού του είδους την ευδαιμονία στρέφεται άλλωστε όλο το περί ηθικής έργο του Αριστοτέλη. Γι’ αυτό και ο Düring χαρακτηρίζει την ηθική του ως «κοινωνική ηθική, φιλοσοφία της ανθρώπινης συμβίωσης»[27].
 
Δημοσιεύθηκε: 03 Thursday February 
Θεματική Ενότητα: Φιλοσοφία