Σάββατο 4 Ιουνίου 2011

Θουκυδίδου Περικλέους Επιτάφιος (Β, 34)

Η κηδεία των πρώτων νεκρών του πολέμου
Θουκυδίδου, Ιστοριών, Β, 34

 Αρχαίο Κείμενο

[34]  ᾿Εν δὲ τῷ αὐτῷ χειμῶνι ᾿Αθηναῖοι τῷ πατρίῳ νόμῳ χρώμενοι δημοσίᾳ ταφὰς ἐποιήσαντο τῶν ἐν τῷδε τῷ πολέμῳ πρώτων ἀποθανόντων τρόπῳ τοιῷδε. τὰ μὲν ὀστᾶ προτίθενται τῶν ἀπογενομένων πρότριτα σκηνὴν ποιήσαντες, καὶ ἐπιφέρει τῷ αὑτοῦ ἕκαστος ἤν τι βούληται· ἐπειδὰν δὲ ἡ ἐκφορὰ ᾖ, λάρνακας κυπαρισσίνας ἄγουσιν ἅμαξαι, φυλῆς ἑκάστης μίαν· ἔνεστι δὲ τὰ ὀστᾶ ἧς ἕκαστος ἦν φυλῆς. μία δὲ κλίνη κενὴ φέρεται ἐστρωμένη τῶν ἀφανῶν, οἳ ἂν μὴ εὑρεθῶσιν ἐς ἀναίρεσιν. ξυνεκφέρει δὲ ὁ βουλόμενος καὶ ἀστῶν καὶ ξένων, καὶ γυναῖκες πάρεισιν αἱ προσήκουσαι ἐπὶ τὸν τάφον ὀλοφυρόμεναι. τιθέασιν οὖν ἐς τὸ δημόσιον σῆμα, ὅ ἐστιν ἐπὶ τοῦ καλλίστου προαστείου τῆς πόλεως, καὶ αἰεὶ ἐν αὐτῷ θάπτουσι τοὺς ἐκ τῶν πολέμων, πλήν γε τοὺς ἐν Μαραθῶνι· ἐκείνων δὲ διαπρεπῆ τὴν ἀρετὴν κρίναντες αὐτοῦ καὶ τὸν τάφον ἐποίησαν. ἐπειδὰν δὲ κρύψωσι γῇ, ἀνὴρ ᾑρημένος ὑπὸ τῆς πόλεως, ὃς ἂν γνώμῃ τε δοκῇ μὴ ἀξύνετος εἶναι καὶ ἀξιώσει προήκῃ, λέγει ἐπ' αὐτοῖς ἔπαινον τὸν πρέποντα· μετὰ δὲ τοῦτο ἀπέρχονται. ὧδε μὲν θάπτουσιν· καὶ διὰ παντὸς τοῦ πολέμου, ὁπότε ξυμβαίη αὐτοῖς, ἐχρῶντο τῷ νόμῳ. ἐπὶ δ' οὖν τοῖς πρώτοις τοῖσδε Περικλῆς ὁ Ξανθίππου ᾑρέθη λέγειν. καὶ ἐπειδὴ καιρὸς ἐλάμβανε, προελθὼν ἀπὸ τοῦ σήματος ἐπὶ βῆμα ὑψηλὸν πεποιημένον, ὅπως ἀκούοιτο ὡς ἐπὶ πλεῖστον τοῦ ὁμίλου, ἔλεγε τοιάδε.


Μετάφραση από τον Ελευθέριο Βενιζέλο
Κατά την διάρκειαν του ιδίου χειμώνος, οι Αθηναίοι, συμμορφούμενοι προς πατροπαράδοτον έθιμον, ετέλεσαν δημοσία δαπάνη την κηδείαν των πρώτων νεκρών του παρόντος πολέμου. Η επιτάφιος αυτή τελετή γίνεται κατά τον εξής τρόπον: Αφού στήσουν επί τούτω εξέδραν, τοποθετούνται επάνω εις αυτήν την προπαραμονήν της εκφοράς τα οστά των πεσόντων, και ο καθείς φέρει εις τον νεκρόν του ο,τι επιτάφιον δώρον θέλει. Όταν έλθη η ώρα της εκφοράς, άμαξαι κομίζουν λάρνακας κυπαρισσίνας, μίαν δι' εκάστην φυλήν, και τα οστά εκάστου τοποθετούνται εις την λάρνακα της ιδικής του φυλής. Δια τους αγνοουμένους, όσους δεν κατώρθωσαν να εύρουν και συλλέξουν, φέρουν επάνω εις τα χέρια κενόν φέρετρον με επίστρωμα. Καθείς που θέλει, είτε πολίτης, είτε ξένος, ημπορεί να λάβη μέρος εις την εκφοράν, και αι συγγενείς ακόμη γυναίκες προσέρχονται εις τον τόπον του ενταφιασμού ολοφυρόμεναι. Αι λάρνακες τοποθετούνται εις το δημόσιον μνημείον, το οποίον κείται εις το ωραιότερον προάστειον της πόλεως, και εις το οποίον θάπτονται ανέκαθεν οι πεσόντες εις τον πόλεμον, πλην των πεσόντων εις τον Μαραθώνα. Διότι επειδή εθεώρησαν την ανδρείαν των τελευταίων αυτών ολωσδιόλου εξαιρετικήν τους έθαψαν εκεί όπου έπεσαν. Αφού τοποθετηθούν τα οστά υπό την γην, ρήτωρ, ο οποίος έχει ορισθή υπό της πόλεως και ο οποίος όχι μόνον θεωρείται προικισμένος με μεγάλην σύνεσιν, αλλά και στέκει υψηλά εις την κοινήν εκ-τίμησιν, απαγγέλλει προς τιμήν των πεσόντων το κατάλληλον εγκώμιον. Και μετά τούτο απέρχονται. Κατά τον τρόπον τούτον γίνεται η κηδεία, και καθ' όλην την διάρκειαν του πολέμου, οσάκις παρουσιάσθη περίστασις, συνεμορφώθησαν προς το έθιμον τούτο. Προς τιμήν λοιπόν των πρώτων αυτών θυμάτων του πολέμου, επεφορτίσθη να ομιλήση ο Περικλής, υιός του Ξανθίππου. Και όταν ήλθεν η κατάλληλος στιγμή, επροχώρησεν από το μνημείον εις το βήμα, το οποίον είχε κατασκευασθή υψηλόν, δια ν' ακούεται από όσον το δυνατόν περισσοτέρους από τους συναθροισθέντας, και ωμίλησεν ως εξής περίπου:
Σχόλια

᾿Εν δὲ τῷ αὐτῷ χειμῶνι: Το πρώτο σημαντικό γεγονός του 1ου χειμώνα του πολέμου (431) ήταν ο επίσημος ενταφιασμός των νεκρών. 

μία δὲ κλίνη κενὴ φέρεται ἐστρωμένη τῶν ἀφανῶν, οἳ ἂν μὴ εὑρεθῶσιν ἐς ἀναίρεσιν.: Αφανείς ( άφαντοι, εξαφανισμένοι ) ήταν η τυπική ονομασία των σκοτωμένων των οποίων τα πτώματα δεν έβρισκαν μετά τη μάχη για να τα θάψουν. Σύμφωνα με τις βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις των Ελλήνων, οι ψυχές όσων δεν τάφηκαν, βασανίζονταν μεταθανάτια. Γι’ αυτό ήταν απόλυτα επιβεβλημένη υποχρέωση των ζωτανών να τους θάψουν.Ταφή ήταν και το να ενταφιάσουν ομοιώματα, είδωλα νεκρών, ή να κάνουν εικονική, συμβολική τελετή ταφής. (Μαρτυρίες για συμβολική ταφή συναντάμε στον Ηρόδοτο και τον Ευρυπίδη). Η ελληνική συμβολική ταφή των νεκρών αναζεί στα νεώτερα κράτη με τη μορφη των μνημείων του Άγνωστου Στρατιώτη (μετά τον Α΄παγκοσμιο Πόλεμο).

πάρεισιν αἱ προσήκουσαι ἐπὶ τὸν τάφον ὀλοφυρόμεναι: Οι ολοφυρμοί των γυναικών ήταν απαραίτητο στοιχείο των επικηδείων τιμών, γιατί ήταν πολύ κακό για τη μεταθανάτια τύχη του νεκρού το να θαφτεί άκλαυτος.

πλήν γε τοὺς ἐν Μαραθῶνι: Κατά τιμητική εξαίρεση οι 192 μαχητές που σκοτώθηκαν στο Μαραθώνα τάφηκαν στο χώρο που έγινε η μάχη σε ιδιαίτερο κοινό τάφο, τον τύμβο ή σωρό του Μαραθώνα. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι επάνω στον τύμβο υπήρχαν στήλες με τα ονόματα των νεκρών κατά φυλές. Έγιναν επιπλέον και άλλοι δυο τάφοι, ένας για τους Πλαταιείς και ένας για τους δούλους.

H εναλλαγή των χρόνων των ρημάτων (ενεστώτα - αορίστου) κατά την αφήγηση των γεγονότων από το Θουκυδίδη: Ο αόριστος εποιήσαντο παρουσιάζει τη συγκεκριμένη τελετή προς τιμή των συγκεκριμένων νεκρών του πρώτου χρόνου, όπως έγινε σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Οι αλλεπάλληλοι ενεστώτες που ακολουθούν δραματοποιούν την ταφή των νεκρών του μεγάλου πολέμου, δίνουν δηλαδή την εντύπωση ότι η ταφή τελείται μπροστά στα μάτια όλων των μεταπολεμικών αναγνωστών

Δέλτα Βήτα

Δεν υπάρχουν σχόλια: